Pickle herring είναι ένα ουσιαστικό.
/pɪkəl ˈhɛrɪŋ/
Pickle herring αναφέρεται σε μια παραδοσιακή μέθοδο συντήρησης που χρησιμοποιεί τουρσί ή μαρινάρισμα για ρέγγες. Αυτή η μέθοδος είναι διαδεδομένη σε πολλές χώρες, κυρίως στη βόρεια Ευρώπη (όπως η Σκανδιναβία και η Πολωνία). Συνήθως προορίζεται για κατανάλωση ως μεζές ή ως συστατικό σε διάφορες συνταγές.
Η χρήση του pickle herring είναι αρκετά συχνή σε γεύματα και παραδοσιακές συνταγές, καθώς και σε εστιατόρια που προσφέρουν θαλασσινά.
Μου αρέσει να τρώω τουρσί ψάρι με το σίκαλη ψωμί μου.
The Scandinavian feast featured pickled herring as the main dish.
Το σκανδιναβικό συμπόσιο είχε το μαριναρισμένο ρέγγα ως κύριο πιάτο.
She prepared a salad that included pickle herring and boiled potatoes.
Ο όρος pickle herring δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως χρησιμοποιείται σε διαφορετικά πολιτιστικά και μαγειρικά συμφραζόμενα, ειδικά σε χώρες με πλούσια παράδοση θαλασσινών. Ορισμένες σχετικές προτάσεις περιλαμβάνουν:
Στην περιοχή της Βαλτικής, μπορείτε να βρείτε τουρσί ψάρι σε σχεδόν κάθε γιορτή.
Pairing pickle herring with vodka is a classic combination in Russian cuisine.
Η συνδυασμένη κατανάλωση τουρσί ψαριού με βότκα είναι μια κλασική επιλογή στη ρωσική κουζίνα.
Many families have their own secret recipe for making pickle herring at home.
Η λέξη herring προέρχεται από τον παλαιό αγγλικό όρο "hering", ενώ το "pickle" προέρχεται από την ολλανδική λέξη "pekel", που σημαίνει άλμη ή αλατισμένο. Η συνδυασμένη χρήση τους αναφέρεται σε παραδοσιακούς τρόπους διατήρησης του ψαριού.
Συνώνυμα: - Pickled fish (μαριναρισμένο ψάρι) - Marinated herring (μαριναρισμένος ρέγγας)
Αντώνυμα: - Fresh herring (φρέσκος ρέγγας) - Raw fish (ωμό ψάρι)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη pickle herring και τη σημασία της στη γλώσσα και τη γαστρονομία.