Ο όρος "pie" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pie" είναι /paɪ/.
Ο όρος "pie" αναφέρεται σε μία σφολιάτα ή τάρτα που μπορεί να γεμίζεται με διάφορα υλικά, γλυκά ή αλμυρά. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε παραδοσιακά γλυκά όπως η "μηλόπιτα" (apple pie) ή σε αλμυρές πίτες όπως η "κοτόπιτα" (chicken pie). Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με αρκετή συχνότητα. Ωστόσο, συναντάται πιο συχνά σε μαγειρικά κείμενα και συνταγές.
I baked a delicious apple pie for dessert.
Έψησα μία νόστιμη μηλόπιτα για επιδόρπιο.
The chicken pie was the highlight of the dinner.
Η κοτόπιτα ήταν το καλύτερο πιάτο του δείπνου.
She loves making pumpkin pie during the fall.
Αγαπά να φτιάχνει κολοκυθόπιτα το φθινόπωρο.
Η λέξη "pie" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, όπως:
Easy as pie
It was easy as pie to complete the project.
Ήταν πανεύκολο να ολοκληρώσω το έργο.
Pie in the sky
His dreams of becoming a millionaire seemed like pie in the sky.
Τα όνειρά του να γίνει εκατομμυριούχος φαίνονταν σαν μια μακρινή ευχή.
Have one's pie and eat it too
You can't have your pie and eat it too; you have to choose.
Δεν μπορείς να έχεις την πίτα σου και να την φας κιόλας· πρέπει να διαλέξεις.
Cut the pie
It's time to cut the pie and share the profits.
Ήρθε η ώρα να κόψουμε την πίτα και να μοιραστούμε τα κέρδη.
Piece of the pie
Everyone wants a piece of the pie when it comes to profits.
Όλοι θέλουν ένα κομμάτι πίτας όταν πρόκειται για κέρδη.
Η λέξη "pie" προέρχεται από τη μεσαιωνική γαλλική λέξη "pye" και από τη λατινική λέξη "pica", που είχε ως σημασία "κοντόχοντρο φαγητό ή πιτάκι".
Συνώνυμα: pastry, tart, turnover
Αντώνυμα: none (αφού δεν υπάρχει ακριβές αντίθετο, αφού "pie" αναφέρεται σε συγκεκριμένο τύπο φαγητού).
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "pie" σε διάφορες πτυχές της.