Pig iron είναι ένα όνομα ουσιαστικού.
/ˈpɪɡ ˈaɪərn/
Pig iron αναφέρεται σε ένα πρώιμο προϊόν σιδήρου που παράγεται από τη διαδικασία της τήξης σιδηρομεταλλεύματος σε μια καμινάδα (furnace). Είναι η αρχική μορφή σιδήρου που κατόπιν επεξεργάζεται για να παραχθούν πιο καθαροί τύποι σιδήρου ή χάλυβα. Χρησιμοποιείται κυρίως στην βιομηχανία, και είναι μια κρίσιμη πρώτη ύλη για διάφορες διαδικασίες μεταλλουργίας.
Η χρησιμοποιούμενη συχνότητα είναι αυξημένη σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα, πιο συχνά στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Το εργοστάσιο παράγει μεγάλες ποσότητες χυτοσιδήρου για τη βιομηχανία του χάλυβα.
Pig iron is often used as a raw material in foundries.
Ο χυτοσίδηρος χρησιμοποιείται συχνά ως πρώτη ύλη σε χυτήρια.
In the past, pig iron was a crucial component of many industrial processes.
Pig iron δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες σχετικές παραδείγματα που να δείχνουν την χρήση του:
"Έλιωσαν το μεταλλεύμα για να παραγάγουν χυτοσίδηρο και ξεκίνησαν μια νέα εποχή βιομηχανικής ανάπτυξης."
"The quality of the pig iron determines the strength of the final steel product."
"Η ποιότητα του χυτοσίδηρου καθορίζει τη δύναμη του τελικού προϊόντος χάλυβα."
"Despite its impurities, pig iron remains an essential part of metal production."
"Παρά τις ακαθαρσίες του, ο χυτοσίδηρος παραμένει ένα απαραίτητο κομμάτι της παραγωγής μετάλλων."
"Recycling pig iron can produce more sustainable steel production."
Η έκφραση "pig iron" προήλθε από τη διάταξη των μορφών σιδήρου που φαίνονταν σαν μικρές χοίρες (pigs) στη διαδικασία παραγωγής, καθώς το μέταλλο χύνεται σε καλούπια. Η λέξη "pig" συνδέεται με την παλιά ορολογία των μεταλλουργών.
Συνώνυμα: - Cast iron (χυτοσίδηρος) - Crude iron (ακατέργαστος σίδηρος)
Αντώνυμα: - Wrought iron (σφυρηλατημένος σίδηρος) - Steel (χάλυβας)
Με τα παραπάνω στοιχεία, σε θέματα μεταλλουργίας και βιομηχανικής παραγωγής, ο χυτοσίδηρος αποτελεί θεμελιώδη υλικό και κατέχει σημαντική θέση στην κατανόηση των διαδικασιών παραγωγής μετάλλων.