Ο όρος "pigeon pair" μπορεί να θεωρηθεί ως noun (ουσιαστικό).
/pɪdʒən pɛr/
Ο όρος "pigeon pair" αναφέρεται συνήθως σε ένα ζευγάρι περιστεριών, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε ιατρικά ή κοινωνικά πλαίσια, όπου αναφερόμαστε σε ένα ορισμένο ζευγάρι, όπως γονείς και τα παιδιά τους. Στην ιατρική ορολογία, μπορεί να αναφέρεται σε δίδυμα (δύο παιδιά από μια εγκυμοσύνη). Σε γενικές γραμμές, η συχνότητα χρήσης του είναι περιορισμένη και χρησιμοποιείται περισσότερο σε συγκεκριμένα πλαίσια ή ειδικές αναφορές παρά στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
Το ζευγάρι μεγάλωσε τον ζευγάρι περιστεριών σε ένα αγαπημένο περιβάλλον.
In the city park, a pigeon pair can often be seen cooing together.
Στο δημοτικό πάρκο, συχνά μπορεί να δει κανείς ένα ζευγάρι περιστεριών να κουρνιάζουν μαζί.
During the birdwatching trip, we spotted a rare pigeon pair.
Ο όρος "pigeon pair" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένος σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα πλαίσια που σχετίζονται με ζευγάρια ή δίδυμα.
Η εύρεση ενός ζευγαριού περιστεριών είναι σαν να ανακαλύπτεις έναν κρυφό θησαυρό στην πόλη.
In bird breeding, a good pigeon pair is essential for creating healthy offspring.
Η λέξη "pigeon" προέρχεται από το γαλλικό "pijon", που σημαίνει περιστέρι, ενώ το "pair" προέρχεται από το λατινικό "paria", που σημαίνει "ζευγάρι". Ο όρος έχει συνδυαστεί για να αναφέρεται στα δύο αυτά πουλιά που συνδέονται στενά.
Συνώνυμα: - Couple (ζευγάρι) - Twinning (δίδυμα)
Αντώνυμα: - Single (μοναδικός) - Solitary (μοναχικός)