Pigsty είναι ουσιαστικό.
/ˈpɪɡˌstaɪ/
Η λέξη pigsty αναφέρεται συνήθως σε φράχτη ή χώρο όπου κρατούνται χοίροι. Επίσης, χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει έναν εξαιρετικά ακατάστατο ή βρώμικο χώρο. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται περισσότερο με αναφορές σε κτηνοτροφία ή σε περιγραφές αταξίας. Η χρήση της είναι συχνά ανάμεσα σε γραπτό και προφορικό λόγο.
The farmer took the pigs to the pigsty every evening.
(Ο αγρότης πήρε τους χοίρους στον στάβλο χοίρων κάθε βράδυ.)
After the party, the living room looked like a pigsty.
(Μετά το πάρτι, το σαλόνι έμοιαζε με στάβλο χοίρων.)
They built a new pigsty to accommodate more animals.
(Έχτισαν έναν νέο στάβλο χοίρων για να φιλοξενήσουν περισσότερα ζώα.)
Η λέξη pigsty χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως αναφερόμενη στην αταξία ή βρωμιά.
"This room is a pigsty."
(Αυτό το δωμάτιο είναι σαν στάβλος χοίρων.)
"Don't leave your desk looking like a pigsty."
(Μην αφήσεις το γραφείο σου να μοιάζει με στάβλο χοίρων.)
"My brother's room is always a pigsty."
(Το δωμάτιο του αδελφού μου είναι πάντα σαν στάβλος χοίρων.)
"You can't invite anyone over if your house is in a pigsty state."
(Δεν μπορείς να προσκαλέσεις κανέναν αν το σπίτι σου είναι σε κατάσταση στάβλου χοίρων.)
"His car was so messy it looked like a pigsty."
(Το αυτοκίνητό του ήταν τόσο ακατάστατο που έμοιαζε με στάβλο χοίρων.)
"After the kids finish playing, the living room becomes a pigsty."
(Μετά την παιδική τους δραστηριότητα, το σαλόνι γίνεται στάβλος χοίρων.)
Η λέξη pigsty προέρχεται από το παλιό αγγλικό "pig" (χοίρος) και "sty", που αναφέρεται σε έναν φράκτη ή στάβλο (συνδέεται με την παλαιότερη λέξη "stīe" που σημαίνει "στάβλος"). Η δημιουργία της λέξης καταδεικνύει την καλλιέργεια χοίρων και τη χρήση της ως περιγραφή ακαταστασίας.
Συνώνυμα: - Hoose (στη βόρεια διάλεκτο) - Stable (όσον αφορά τον αγροτικό τομέα)
Αντώνυμα: - Orderliness (τάξη) - Neatness (καθαριότητα)