Pilch: ουσιαστικό
/pɪltʃ/
Η λέξη "pilch" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο είδος ριγωτού κομματιού που φοριέται κυρίως στη θάλασσα ή σε ψαρέματα. Χρησιμοποιείται σπανίως στη σύγχρονη συζήτηση και πιο συχνά σε συγκεκριμένα πλαίσια όπως η παράδοση ή η αναφορά σε ιστορικά κομμάτια ρουχισμού. Η χρήση του είναι περισσότερο γραπτή παρά προφορική.
He wore a traditional pilch while fishing by the river.
(Φόραγε ένα παραδοσιακό πιλτσ ενώ ψάρευε δίπλα στο ποτάμι.)
The museum displayed an ancient pilch from the seafaring days.
(Το μουσείο παρουσίασε ένα αρχαίο πιλτσ από τις ημέρες της ναυσιπλοΐας.)
Η λέξη "pilch" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σε παραδοσιακό πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις που σχετίζονται με το ψάρεμα ή ναυσιπλοΐα.
In the old days, every fisherman had a trusty pilch for their journeys.
(Στις παλιές μέρες, κάθε ψαράς είχε ένα αξιόπιστο πιλτσ για τα ταξίδια τους.)
The legend says that a good pilch can bring luck to the sea.
(Ο θρύλος λέει ότι ένα καλό πιλτσ μπορεί να φέρει τύχη στη θάλασσα.)
Η λέξη "pilch" προέρχεται από την παλαιά αγγλική γλώσσα, πιθανόν από τον όρο "pile" που σημαίνει "μάζα" ή "κουβέρτα".
Συνώνυμα:
- Καλύμματα
- Ρούχα θαλάσσης
Αντώνυμα:
- Απογυμνωμένο
- Εκτεθειμένο