Η λέξη "pile" είναι ένα ουσιαστικό (noun) και ρήμα (verb).
/pʌɪl/
Η λέξη "pile" μπορεί να αναφέρεται σε: 1. Ως ουσιαστικό: - Ένας σωρός ή συγκέντρωση αντικειμένων, συνήθως τοποθετημένων το ένα πάνω στο άλλο. - Στον τομέα της δομικής μηχανικής, μπορεί να αναφέρεται σε μια στήλη ή βάθρο που υποστηρίζει κτίρια ή γέφυρες.
Να σωρεύεις ή να συσσωρεύεις αντικείμενα το ένα πάνω στο άλλο.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "pile" είναι αρκετά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Παρουσιάζεται συχνά σε περιγραφές συνθηκών ή δράσεων που περιλαμβάνουν τη διάταξη ή τη φόρτωση αντικειμένων.
The children built a pile of leaves in the yard.
(Τα παιδιά δημιούργησαν έναν σωρό φύλλων στην αυλή.)
Please pile the books on the table.
(Παρακαλώ σωρίασε τα βιβλία στο τραπέζι.)
Η λέξη "pile" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Bite the bullet and take the pile
(Αντιμετώπισε την κατάσταση και πάρε το σωρό.) - Αυτή η φράση σημαίνει να αποδεχτείς μια δύσκολη κατάσταση και να εκτελέσεις μια εργασία.
In a pile of trouble
(Σε σωρό προβλημάτων) - Αυτή η έκφραση περιγράφει κάποιον που έχει βρεθεί σε πολλές δύσκολες καταστάσεις.
Pile on the pressure
(Αυξάνω την πίεση) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ασκείται περισσότερη πίεση σε κάποιον.
Pile up the savings
(Σωρεύω αποταμιεύσεις) - Υποδηλώνει την διαδικασία αποταμίευσης χρημάτων με σκοπό τη δημιουργία ενός μεγάλου χρηματικού ποσού.
Not worth a pile
(Δεν αξίζει ούτε ένα σωρό) - Χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι δεν έχει αξία.
In the same pile
(Στον ίδιο σωρό) - Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που είναι παρόμοιο ή στη σύγκριση με κάτι άλλο.
Η λέξη "pile" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "pila", που σημαίνει "σώρος" ή "ένα κατασκεύασμα σε σχήμα κυλίνδρου".
Η λέξη "pile" έχει ευρεία χρήση και μπορεί να βρει εφαρμογή σε πολλές περιγραφικές και πρακτικές καταστάσεις στα Αγγλικά.