Pileated gibbon είναι ουσιαστικό.
/pɪˈliː.eɪ.tɪd ˈɡɪb.ən/
Ο pileated gibbon είναι ένα είδος γίββωνα που ανήκει στην οικογένεια των Hylobatidae. Αυτοί οι γίββωνες χαρακτηρίζονται από την εντυπωσιακή κόκκινη κορυφή του κεφαλιού τους και βρίσκονται κυρίως στη νοτιοανατολική Ασία. Χρησιμοποιούνται στην αγγλική γλώσσα κυρίως σε βιολογικά και οικολογικά συμφραζόμενα, καθώς και σε συζητήσεις σχετικά με την άγρια ζωή και την προστασία των ειδών.
"The pileated gibbon is known for its distinctive call."
"Ο γερακίνας γίββωνας είναι γνωστός για την χαρακτηριστική κλήση του."
"Conservation efforts are crucial for the pileated gibbon's survival."
"Οι προσπάθειες διατήρησης είναι κρίσιμες για την επιβίωση του γερακίνα γίββωνα."
"Researchers studied the behavior of the pileated gibbon in its natural habitat."
"Ερευνητές μελέτησαν τη συμπεριφορά του γερακίνα γίββωνα στον φυσικό του βιότοπο."
Ο όρος "pileated gibbon" δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένος με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς πρόκειται για συγκεκριμένο είδος. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικές φράσεις που σχετίζονται με τη φύση ή τη βιοποικιλότητα:
"The pileated gibbon swings through the treetops, a true acrobat of the jungle."
"Ο γερακίνας γίββωνας κρέμεται από τα κορυφαία των δέντρων, ένας αληθινός ακροβάτης της ζούγκλας."
"In the realm of primates, the pileated gibbon stands out for its uniqueness."
"Στο βασίλειο των πρωτευόντων, ο γερακίνας γίββωνας ξεχωρίζει για την μοναδικότητά του."
"Observing a pileated gibbon in the wild is a rare privilege."
"Η παρακολούθηση ενός γερακίνα γίββωνα στην άγρια φύση είναι ένα σπάνιο προνόμιο."
Το όνομα "pileated" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "pileatus," που σημαίνει "με καπέλο" ή "με κόμμωση," αναφερόμενο στην χαρακτηριστική κορυφή του κεφαλιού του ζώου. "Gibbon" προέρχεται από την γαλλική λέξη "gibbon", που υιοθετήθηκε από το εμπορικό όνομα της Τονοαμουθίκες (Hylobatidae) οικογένειας.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν αναλυτικά τον όρο "pileated gibbon" σύμφωνα με τις απαιτήσεις σας.