Phrase (Φράση)
/pˈaɪlɪŋ plænt/
Η φράση "piling plant" αναφέρεται σε μια εγκατάσταση ή μονάδα όπου κατασκευάζονται ή επεξεργάζονται πάσσαλοι. Αυτοί οι πάσσαλοι χρησιμοποιούνται κυρίως στη θεμελίωση κτιρίων και έργων υποδομής. Η εν λόγω φράση χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και κατασκευαστικά συμφραζόμενα, και η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, όπως τεχνικές αναφορές και έγγραφα.
Η κατασκευαστική εταιρεία επένδυσε σε μια νέα μονάδα πασσάλων για να βελτιώσει τις λειτουργίες της.
The piling plant is responsible for producing high-quality piles for various projects.
Αν και η φράση "piling plant" δεν αποτελεί μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, μπορούμε να αναφέρουμε μερικές σχετικές προτάσεις που σχετίζονται με τη δραστηριότητα της κατασκευής και τη θεμελίωση.
Οι μηχανικοί μας επισκέφτηκαν το εργοστάσιο πασσάλων για να επιβλέψουν την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.
"Due to delays in the piling plant, the project timelines were pushed back."
Λόγω καθυστερήσεων στο εργοστάσιο πασσάλων, τα χρονοδιαγράμματα του έργου μετατέθηκαν.
"The efficiency of the piling plant directly impacts the project's success."
Η λέξη "piling" προέρχεται από το ρήμα "pile," που σημαίνει να στοιβάζεις ή να δημιουργείς στηρίγματα, ενώ η λέξη "plant" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "plantian," που σημαίνει τοποθέτηση ή εγκατάσταση.
Συνώνυμα: - Foundation factory (εργοστάσιο θεμελίωσης) - Pile manufacturing unit (μονάδα παραγωγής πασσάλων)
Αντώνυμα: - Demolition site (χώρος κατεδάφισης) - Dismantling plant (μονάδα αποσυναρμολόγησης)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση του προσδιορισμού "piling plant".