Pillar-saint: Ουσιαστικό (noun)
/pɪlər seɪnt/
Ο όρος "pillar-saint" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μορφή αγίου ή ιερού προσώπου που συνδέεται με έναν συγκεκριμένο τόπο ή παράδοση, συχνά αναγνωριζόμενος ως στηρίγμα τους και πνευματική βάση της κοινότητας. Στη θρησκευτική παράδοση, οι "pillar-saints" είναι συχνά προστάτες ή οδηγοί πίστης που συμβολίζουν το πνεύμα της κοινότητας.
Οι "pillar-saints" συνήθως χρησιμοποιούνται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, συγκεκριμένα σε θρησκευτικά κείμενα, ιστορικές περιγραφές ή έργα τέχνης.
The church honored the pillar-saint during the annual festival.
Η εκκλησία τίμησε τον στήλο-άγιο κατά τη διάρκεια του ετήσιου φεστιβάλ.
Many believers pray to the pillar-saint for guidance in their lives.
Πολλοί πιστοί προσεύχονται στον στήλο-άγιο για καθοδήγηση στις ζωές τους.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "pillar-saint", ωστόσο, αναφέρεται συχνά στο θρησκευτικό και πολιτιστικό περιβάλλον.
Ο όρος "pillar" προέρχεται από τη Λατινική λέξη pila, που σημαίνει στήλη ή στήριγμα. Ο όρος "saint" προέρχεται από την Λατινική λέξη sanctus, που σημαίνει ιερός ή αφιερωμένος.
Συνώνυμα: - Sanctity (αγιότητα) - Protector (προστάτης)
Αντώνυμα: - Sinner (αμαρτωλός) - Outcast (παρία)