Pillaring είναι ουσιαστικό (noun).
Pillaring: /ˈpɪl.ər.ɪŋ/
Η λέξη "pillaring" αναφέρεται στη διαδικασία ή την πράξη της στήριξης ή της υποστήριξης ενός δομικού συστήματος. Στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής, αυτό μπορεί να σημαίνει την τοποθέτηση πυλώνων ή σωματικών στηριγμάτων για την υποστήριξη μιας κατασκευής. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να αναφερθεί σε άτομα ή πράγματα που παρέχουν στήριξη ή βοήθεια σε άλλους.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά χαμηλή σε καθημερινή συνομιλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτό πλαίσιο, ειδικότερα σε κείμενα που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική ή τη μηχανική.
Η ομάδα κατασκευής εστίασε στη στήριξη της νέας γέφυρας για να εξασφαλίσει τη σταθερότητά της.
Effective pillaring is crucial for the longevity of historical buildings.
Η αποτελεσματική στήριξη είναι κρίσιμη για τη μακροχρόνια επιτυχία ιστορικών κτιρίων.
The project involved extensive pillaring to support the weight of the new floors.
Αν και η λέξη "pillaring" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, συνδέεται με την έννοια της στήριξης σε διάφορα συμφραζόμενα. Ορισμένες εκφράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν:
“Είναι οι πυλώνες της κοινότητας.”
“Strong pillars hold up the structure.”
“Δυνατοί πυλώνες στηρίζουν τη δομή.”
“In times of trouble, friends can be the pillars that support you.”
Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό «pillar», που σημαίνει "πυλώνας", και καταλήγει με την πρόσθεση «-ing» για να δηλώσει τη διαδικασία της στήριξης.
Συνώνυμα: - Support - Buttressing - Reinforcement
Αντώνυμα: - Collapse - Weakening - Dismantling