Συνδυασμός λέξεων: pilot plant
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
/pˈaɪlət plænt/
Η φράση "pilot plant" αναφέρεται σε μια μικρότερη εκδοχή μιας βιομηχανικής εγκατάστασης που χρησιμοποιείται για να δοκιμάσει διαδικασίες παραγωγής και να αναπτύξει αυξάνοντες όγκους πριν την πλήρη παραγωγή. Οι πιλοτικές μονάδες είναι ζωτικής σημασίας για την έρευνα και την ανάπτυξη νέων προϊόντων και διαδικασιών, διότι επιτρέπουν την αξιολόγηση των τεχνικών και οικονομικών παραμέτρων της παραγωγής σε μικρότερη κλίμακα.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως σε βιομηχανικούς και ερευνητικούς τομείς. Παρατηρείται σχετικά συχνά σε γραπτό κείμενο, κυρίως σε αναφορές και άρθρα σχετικά με συμφωνίες παραγωγής ή έρευνας.
The company invested in a pilot plant to test new processes.
(Η εταιρεία επένδυσε σε μια πιλοτική μονάδα για να δοκιμάσει νέες διαδικασίες.)
Pilot plants are essential for reducing risks before full-scale production.
(Οι πιλοτικές μονάδες είναι απαραίτητες για να μειωθούν οι κίνδυνοι πριν από την πλήρη παραγωγή.)
The results from the pilot plant gave us confidence to proceed with the project.
(Τα αποτελέσματα από την πιλοτική μονάδα μας έδωσαν εμπιστοσύνη να προχωρήσουμε με το έργο.)
Η φράση "pilot plant" μπορεί να μην είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με κάποιες εκφράσεις στο πλαίσιο της παραγωγής και της έρευνας. Ορισμένες πιθανές εκφράσεις περιλαμβάνουν:
"Set up a pilot plant for future innovations."
(Στήστε μια πιλοτική μονάδα για μελλοντικές καινοτομίες.)
"The pilot plant serves as a testing ground for new technologies."
(Η πιλοτική μονάδα χρησιμεύει ως πεδίο δοκιμών για νέες τεχνολογίες.)
"We can scale up from our pilot plant results."
(Μπορούμε να επεκτείνουμε βασιζόμενοι στα αποτελέσματα της πιλοτικής μονάδας.)
"Successful pilot plant operations can attract investment."
(Οι επιτυχείς λειτουργίες πιλοτικής μονάδας μπορούν να προσελκύσουν επενδύσεις.)
"After the pilot plant phase, we aim for full commercialization."
(Μετά τη φάση της πιλοτικής μονάδας, στοχεύουμε στην πλήρη εμπορική αξιοποίηση.)
Η λέξη "pilot" προέρχεται από το γαλλικό "pilote" και αναφέρεται σε κάποιον που καθοδηγεί ή δοκιμάζει. Η λέξη "plant" προέρχεται από το λατινικό "planta," που σημαίνει φυτό ή εγκατάσταση. Όταν οι δύο λέξεις συνδυάζονται, δημιουργούν το όρο που χρησιμοποιείται για να δηλώσει έναν τόπο δοκιμής και ανάπτυξης.
Συνώνυμα: - test facility - demonstration plant - experimental plant
Αντώνυμα: - full-scale plant - production plant - manufacturing facility