pilot sample: ουσιαστικό
/pˈaɪlət ˈsæmpl/
Ο όρος "pilot sample" αναφέρεται σε ένα μικρό δείγμα πληθυσμού ή δεδομένων που χρησιμοποιείται σε μια πιλοτική μελέτη ή δοκιμή. Ο σκοπός του είναι να ελεγχθούν οι διαδικασίες ή οι θεωρίες προτού εφαρμοστούν σε ευρύτερη κλίμακα. Χρησιμοποιείται συχνά σε ερευνητικά προγράμματα, έρευνες αγοράς, και στον τομέα της στατιστικής.
Η χρήση του "pilot sample" είναι συχνότερη στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά κείμενα.
Εφαρμόσαμε ένα πιλοτικό δείγμα για να αξιολογήσουμε τη βιωσιμότητα του νέου προγράμματος.
The pilot sample showed promising results for the main study.
Το πιλοτικό δείγμα παρουσίασε υποσχόμενα αποτελέσματα για τη βασική μελέτη.
After analyzing the pilot sample, we made several adjustments to our approach.
Ο όρος "pilot sample" μπορεί να βρίσκεται σε συνδυασμό με άλλες λέξεις ή φράσεις που σχετίζονται με δοκιμές και πειραματισμούς, όπως:
Εκτελέσαμε μια πιλοτική μελέτη δείγματος για να αξιολογήσουμε την υποδοχή της αγοράς.
"The results from the pilot sample proved to be crucial for our final report."
Τα αποτελέσματα από το πιλοτικό δείγμα αποδείχτηκαν κρίσιμα για την τελική μας αναφορά.
"Before launching the product nationwide, a pilot sample was tested."
Πριν την κυκλοφορία του προϊόντος σε εθνικό επίπεδο, δοκιμάστηκε ένα πιλοτικό δείγμα.
"The pilot sample was instrumental in identifying potential issues."
Το πιλοτικό δείγμα ήταν καθοριστικό στην αναγνώριση πιθανών προβλημάτων.
"A pilot sample allows researchers to refine their methodologies."
Ένα πιλοτικό δείγμα επιτρέπει στους ερευνητές να βελτιώσουν τις μεθόδους τους.
"Depending on the pilot sample outcomes, we will adjust our strategy."
Η λέξη "pilot" προέρχεται από το γαλλικό "pilote" και αναφέρεται σε κάποιον που κατευθύνει ή οδηγεί, έννοια που συνδυάζεται με την έννοια της δοκιμής (sample) που προέρχεται από το λατινικό "exemplum", που σημαίνει «παράδειγμα».
Συνώνυμα: - test sample - trial sample
Αντώνυμα: - definitive sample - conclusive sample