Ουσιαστικό
/ˈpɪlʊm/
Το "pilum" αναφέρεται σε ένα αρχαίο ρωμαϊκό αμυντικό όπλο, το οποίο ήταν στην πραγματικότητα ένα είδος ακόντιου. Συνήθως χρησιμοποιούνταν από τους ρωμαϊκούς λεγεώνες και σχεδιάστηκε για να ρίχνεται σε εχθρούς πριν από την έφοδο του στρατού. Στη σύγχρονη γλώσσα, ο όρος σπάνια χρησιμοποιείται και σχετίζεται κυρίως με ιστορικά ή στρατιωτικά συμφραζόμενα. Η χρήση του είναι πιο συχνή στις γραπτές πηγές, όπως βιβλία ιστορίας και κείμενα που εξετάζουν την αρχαία Ρώμη.
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες προπονούνταν εκτενώς με το πιλάμι για να εξασφαλίσουν ακρίβεια στη μάχη.
The effectiveness of the pilum was proven during many historical battles of the Roman Empire.
Η αποτελεσματικότητα του πιλάμι αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια πολλών ιστορικών μαχών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Historically, a pilum was designed to penetrate the enemy’s shields and armor.
Ο όρος "pilum" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς έχει περισσότερο ιστορικό και στρατιωτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά στις ακόλουθες προτάσεις:
Μπήκε στη συνάντηση με τα επιχειρήματά του τόσο κοφτερά όσο ένα πιλάμι, έτοιμος να διασπάσει την αντίθεση.
In the debate, her points were delivered like a pilum, striking hard and leaving a mark.
Στη συζήτηση, τα σημεία της παραδόθηκαν όπως ένα πιλάμι, χτυπώντας σκληρά και αφήνοντας αποτύπωμα.
The team's strategy was like a pilum launched in precision, aiming directly at their goals.
Η λέξη "pilum" προέρχεται από την αρχαία λατινική γλώσσα, με μια απευθείας αναφορά στην ικανότητα του όπλου να ρίχνεται. Η ρίζα της μπορεί να σχετίζεται με τις έννοιες του βολή ή του ρίχτη στη μάχη.
Συνώνυμα - Ακόντιο - Ρίξιμο
Αντώνυμα - Άμυνα - Προστασία