Επίθετο
/pɪn toʊd/
Η λέξη "pin-toed" περιγράφει ένα άτομο ή ένα ζώο του οποίου τα δάχτυλα των ποδιών είναι κοντά το ένα στο άλλο, ή σχεδόν ευθυγραμμισμένα, δημιουργώντας μια έμφαση στη στενότητα των δακτύλων. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο στυλ βάδισης, το οποίο μπορεί να δείχνει ασθένεια ή μια φυσική κατάσταση.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε περιγραφές και παρατηρήσεις, περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, και όχι τόσο στον προφορικό λόγο.
"Το περιστέρι με τα κλειστά δάχτυλα δυσκολευόταν να περπατήσει σωστά."
"Her shoes were pin-toed, making it difficult for her feet to breathe."
"Τα παπούτσια της είχαν σφιχτό τακούνι, κάνοντάς της δύσκολο να αναπνέουν τα πόδια της."
"As a child, he had pin-toed feet which led to gait issues."
Η λέξη "pin-toed" δεν είναι συνήθως μέρος πολλές ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιγραφές που αφορούν ασυνήθιστες ή αστείες καταστάσεις:
"Περπατούσε με κλειστά δάχτυλα, λες και προσπαθούσε να ισορροπήσει σε ένα σχοινί."
"The pin-toed dog waddled instead of running, making it look comical."
"Ο σκύλος με τα κλειστά δάχτυλα περπατούσε με στυλ πάπιας αντί να τρέξει, κάνοντάς τον να φαίνεται αστείος."
"She did a pin-toed dance, putting her feet together for an exaggerated effect."
Η λέξη "pin-toed" προέρχεται από τις λέξεις "pin" και "toed", με τη λέξη "pin" να υποδηλώνει μια σφιχτή ή περιορισμένη κατάσταση και "toed" να αναφέρεται στα δάχτυλα των ποδιών.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "pin-toed".