Pinafore είναι ουσιαστικό.
/pɪˈnæfər/
Η λέξη "pinafore" αναφέρεται σε ένα είδος φορέματος ή ποδιάς που συνήθως φ wear λογιών στα παιδιά ή τις γυναίκες, συχνά φορεμένο πάνω από ένα τοπ. Πρόκειται για ένα κομμάτι ένδυσης που είναι συνήθως ανοιχτό μπροστά και συνδέεται στους ώμους.
Η λέξη "pinafore" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό κείμενο, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένα είδη ενδυμάτων και ιστορικά. Για αυτό το λόγο, μπορεί να φαίνεται λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
Η μικρή κοπέλα φορούσε μια φωτεινή ροζ ποδιά πάνω από το φόρεμά της.
In the fancy restaurant, the staff was dressed in traditional pinafores.
Στο πολυτελές εστιατόριο, το προσωπικό ήταν ντυμένο με παραδοσιακές ποδιές.
The old photograph showed children playing in pinafores.
Η λέξη "pinafore" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε πολιτισμικές αναφορές ή σε περιγραφές που σχετίζονται με την παιδική μόδα ή με καθημερινές σκηνές, όπως:
Ένιωθε σαν χαρακτήρας από παραμύθι με την διακοσμημένη ποδιά της.
The old-fashioned pinafore reminded her of her grandmother.
Η παλιά ποδιά της θύμιζε τη γιαγιά της.
He joked that the children looked like they were ready for a tea party in their cute pinafores.
Η λέξη "pinafore" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "pin" (ασφάλιση) και "fore" (πρόσοψη), υποδηλώνοντας ότι η ποδιά καλύπτει το μπροστινό μέρος του σώματος και συνδέεται συνήθως με καρφίτσες ή κλείσιμο.
Συνώνυμα: - Overall - Apron - Smock
Αντώνυμα: - Dress - Blouse - Shirt