Το "pioneer settlers" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/pɪˈaɪənər ˈsɛtələrz/
Ο όρος "pioneer settlers" αναφέρεται σε ανθρώπους που είναι οι πρώτοι που εγκαθίστανται σε μια νέα περιοχή ή χώρα. Συνήθως παραπέμπει σε άτομα που αναλαμβάνουν ρίσκο, αναζητώντας νέες ευκαιρίες, συχνά σε αχαρτογράφητες ή ανεπτυγμένες περιοχές, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της αποίκισης στην Αμερική τον 19ο αιώνα. Χρησιμοποιείται συχνά στο ιστορικό πλαίσιο και έχει μέτρια συχνότητα χρήσης. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
The pioneer settlers transformed the wild lands into thriving communities.
Οι πρωτοπόροι έποικοι μετέτρεψαν τις άγριες εκτάσεις σε ανθηρές κοινότητες.
Many pioneer settlers encountered numerous challenges while establishing their homes.
Πολλοί πρωτοπόροι έποικοι αντιμετώπισαν πολλές προκλήσεις κατά την εγκατάσταση των σπιτιών τους.
Ο όρος "pioneer" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την καινοτομία και την πρωτοπορία.
Pioneer spirit: The pioneer spirit is essential for innovation.
Το πνεύμα των πρωτοπόρων είναι θεμελιώδες για την καινοτομία.
Pioneering efforts: The pioneering efforts of these settlers laid the groundwork for future generations.
Οι πρωτοποριακές προσπάθειες αυτών των εποίκων έθεσαν τα θεμέλια για τις μελλοντικές γενιές.
Pioneer in technology: She was a pioneer in technology, developing software that changed the industry.
Ήταν μια πρωτοπόρος στην τεχνολογία, αναπτύσσοντας λογισμικό που άλλαξε τη βιομηχανία.
Η λέξη "pioneer" προέρχεται από τη μεσαιωνική γαλλική λέξη "pionnier", που σημαίνει "εκπρόσωπος". Η λέξη "settler" προέρχεται από το λατινικό "settlor" και σημαίνει "να εγκατασταθεί".
Συνώνυμα: colonists, homesteaders, frontiersmen
Αντώνυμα: nomads, wanderers, drifters
Αυτές οι πληροφορίες προσδιορίζουν τη σημασία και τη χρήση της φράσης "pioneer settlers" στην Αγγλική γλώσσα.