Οι λέξεις "pipe" και "choking" λειτουργούν ως ουσιαστικό και ρήμα αντίστοιχα:
- "pipe" (ουσιαστικό)
- "choking" (ερμηνεύεται ως το ρήμα στο παρόν συνεχιζόμενο ή ως μετοχή)
Φωνητική μεταγραφή
pipe: /paɪp/
choking: /ˈtʃoʊkɪŋ/
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό
pipe: σωλήνας
choking: πνιγμός ή πνιγμός (κίνηση που προκαλεί πνιγμό)
Σημασία της λέξης
pipe: αναφέρεται σε έναν σωλήνα, συνήθως από μέταλλο ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών ή αερίων.
choking: η πράξη ή κατάσταση που προκαλεί πνιγμό, συνήθως όταν κάτι φράσει την αναπνευστική οδό.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά
Η φράση "pipe choking" χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της μηχανολογίας ή της υγειονομικής περίθαλψης και σπάνια στον καθημερινό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένα προβλήματα.
Παραδείγματα προτάσεων
"The pipe choking in the water system caused a serious flood."
"Ο πνιγμός του σωλήνα στο υδρολογικό σύστημα προκάλεσε σοβαρή πλημμύρα."
"After some inspection, the plumber found that the pipe choking was due to accumulated debris."
"Μετά από κάποια επιθεώρηση, ο υδραυλικός διαπίστωσε ότι ο πνιγμός του σωλήνα οφειλόταν σε σωρευμένα απορρίμματα."
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η φράση "pipe choking" δεν διατίθεται σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες άλλες phrases που σχετίζονται με το "choke":
"To choke up" - να συγκινηθείς πολύ κατά τη διάρκεια του λόγου.
"He choked up during his speech, expressing his deep emotions."
"Εκείνος πνίγηκε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, εκφράζοντας τα βαθιά του συναισθήματα."
"Choke on one's words" - να δυσκολεύεσαι να μιλήσεις ή να εξαφανιστεί η φωνή σου.
"She almost choked on her words when she saw the surprise party."
"Σχεδόν πνίγηκε στις λέξεις της όταν είδε το πάρτι-έκπληξη."
Ετυμολογία
pipe: προέρχεται από την λατινική λέξη "pipa", που σημαίνει σωλήνας.
choking: προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "cēocian", που σημαίνει "πνίγω" ή "καταπίνω".