Το "pipe reaming" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/paɪp ˈriːmɪŋ/
Το "pipe reaming" αναφέρεται στη διαδικασία διεύρυνσης ή καθαρισμού του εσωτερικού ενός σωλήνα για να εξασφαλιστεί ομαλή ροή υγρών ή αερίων. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται συχνά σε κατασκευαστικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα, καθώς και σε εργασίες συντήρησης.
Η διαδικασία του pipe reaming μπορεί να βρει εφαρμογές στον τομέα του μηχανικού, της πετρελαιοβιομηχανίας και σε άλλες σχετικές βιομηχανίες.
Το "pipe reaming" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και βιομηχανικά κείμενα παρά στην καθημερινή ομιλία. Επομένως, η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο.
Η ανοιγόμυληση σωλήνα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση αποτελεσματικής ροής σε σωλήνες.
The technician performed pipe reaming to ensure there were no blockages.
Το "pipe reaming" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά συνδέεται με ειδικούς όρους στον τομέα των μηχανικών και της βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επικοινωνίες για να περιγράψει διαδικασίες ή τεχνικές.
Παρακάτω παρατίθενται παραδείγματα που απεικονίζουν το νόημα ή την χρήση του "pipe reaming":
Πριν την εγκατάσταση των νέων σωλήνων, πρέπει να εκτελέσουμε ανοιγόμυληση σωλήνα για να ενισχύσουμε τη ροή.
The project's success depended on the quality of the pipe reaming process.
Η επιτυχία του έργου εξαρτήθηκε από την ποιότητα της διαδικασίας ανοιγόμυλησης σωλήνα.
Proper pipe reaming can help prevent future maintenance issues.
Η λέξη "ream" προέρχεται από το παλαιότερο γερμανικό "riemen", που σημαίνει "να διευρύνω" ή "να καθαρίσω". Ταυτόχρονα, το "pipe" αναφέρεται σε σωλήνα, αντικείμενο που χρησιμοποιείται στη διαδικασία.
Συνώνυμα: - Pipe enlarging - Pipe drilling - Pipe cleaning
Αντώνυμα: - Pipe clogging - Pipe sealing - Pipe restricting
Το "pipe reaming" είναι μια εξειδικευμένη διαδικασία βασισμένη σε τεχνικές διαδικασίες και επαγγελματική γλώσσα.