Ουσιαστικό
/ˈpaɪərɪt pɜːrʧ/
Ο όρος "pirate perch" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο είδος ψαριού που ανήκει στην οικογένεια της Centrachidae. Είναι κυρίως γνωστό για την ικανότητά του να επιβιώνει σε διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες και έχει χαρακτηριστικά που το κάνουν δημοφιλές μεταξύ των ψαράδων. Είναι επίσης γνωστό και ως "Ρέτης", ένα είδος που έχει αναγνωρισθεί για την τροφή και την ελκυστική εμφάνιση.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ειδικά περιβάλλοντα και από ενδιαφερόμενους στον τομέα της αλιείας και των θαλάσσιων βιολογικών μελετών. Υπάρχει μια μέτρια συχνότητα χρήσης στις σχετικές κοινότητες, περισσότερο στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
"Ο πειρατής είναι γνωστός για την μοναδική του χρωματική απεικόνιση."
"Many fishermen are fond of catching pirate perch in the local rivers."
"Πολλοί ψαράδες προτιμούν να αλιεύουν πειρατές στα τοπικά ποτάμια."
"Some people misunderstand the habitat of the pirate perch."
Ο όρος "pirate perch" δεν είναι πολύ κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν παραδείγματα που απεικονίζουν τη χρήση του δημιουργώντας μια όψη γύρω από την αλιεία και την ψαριά.
"Ο τοπικός θρύλος λέει ότι ο πειρατής φέρνει καλή τύχη στους ψαράδες."
"Getting a big haul of pirate perch can turn a bad day into a good one."
"Πιάνοντας μια καλή ποσότητα πειρατών μπορεί να μετατρέψει μια κακή μέρα σε καλή."
"If you want to catch the elusive pirate perch, you need to know its habits."
Ο όρος "pirate perch" προέρχεται από τον συνδυασμό φωτογραφικών αγγλικών όρων. "Pirate" αναφέρεται στην έννοια του πειρατή, ενδεχομένως για να υποδηλώσει κάτι που κινείται γρήγορα ή ανεξέλεγκτα, ενώ "perch" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "perche", που σημαίνει "αναμονή", αναφερόμενος στην ομάδα εσωτερικών ψαριών.
Συνώνυμα: - Reddish perch - Freshwater fish
Αντώνυμα: - Deep-sea fish - Saltwater fish