Plant shopper: Φράση (ονομαστική).
/plænt ˈʃɒpər/
Η φράση "plant shopper" αναφέρεται σε ένα άτομο που αγοράζει φυτά, είτε για προγραμματισμένα διακοσμητικά έργα, είτε για κηπουρική, είτε για εσωτερικούς ή εξωτερικούς χώρους. Αυτή η φράση επισημαίνει τη δραστηριότητα της αγοράς φυτών και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους πλαισίους, συμπεριλαμβανομένων καταστημάτων κήπων, εκθέσεων φυτών ή μέσω διαδικτυακών αγορών.
Χρήση στη γλώσσα: Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σχετικό με χόμπι, διακόσμηση και κηπουρική.
Ο αγοραστής φυτών περιπλανιόταν μέσα στο θερμοκήπιο, ψάχνοντας για μοναδικές ποικιλίες.
As a plant shopper, I always ask for advice on caring for my new purchases.
Η φράση "plant shopper" δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια χρησιμοποιείται σε συνδυασμούς που σχετίζονται με την κηπουρική και την αγορά φυτών. Ακολουθούν ορισμένες σχετικές προτάσεις:
Το να είσαι ικανός αγοραστής φυτών σημαίνει να ξέρεις πότε να αγοράζεις σε προσφορά.
Every plant shopper should have a list to avoid impulse buys.
Κάθε αγοραστής φυτών θα πρέπει να έχει μια λίστα για να αποφεύγει τις παρορμητικές αγορές.
A dedicated plant shopper often visits local nurseries.
Ένας αφοσιωμένος αγοραστής φυτών επισκέπτεται συχνά τοπικά φυτώρια.
I met another plant shopper at the garden festival, and we exchanged tips.
Συνώνυμα: - Πωλητής φυτών - Πελάτης κηπων
Αντώνυμα: - Πωλητής - Φυτωριό πουλάει φυτά
Αυτή η φράση ωφελεί όσους ενδιαφέρονται για την κηπουρική και επιδιώκουν να συμπεριλάβουν φυτά στη ζωή τους, καθώς τους καθοδηγεί στο πώς να αποκτούν νέα φυτά με σύστημα και γνώση.