plausible: /ˈplɔː.zə.bəl/
liar: /ˈlaɪ.ər/
Ο όρος "plausible liar" σημαίνει "πειστικός ψεύτης" και αναφέρεται σε κάποιον που μπορεί να λέει ψέματα με τέτοιο τρόπο ώστε οι άνθρωποι να τον πιστεύουν. Αυτή η φράση δεν είναι πολύ συχνή, αλλά η έννοιά της μπορεί να βρει εμφανίσεις σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως σε λογοτεχνικά ή ψυχολογικά κείμενα.
Ήταν μια πειστική ψεύτρα, πείθοντας όλους ότι η ιστορία της ήταν αληθινή.
Despite being a plausible liar, he eventually got caught in his own deception.
Παρά το ότι ήταν πειστικός ψεύτης, τελικά πιάστηκε στην ίδια του την απάτη.
In a world of plausible liars, it's hard to know who to trust.
Η φράση "plausible liar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη ψευδολογία και την παραπλάνηση:
Έχει φήμη ως πειστικός ψεύτης, πάντα ξεφεύγοντας από την απάτη του.
"It’s amazing how a plausible liar can manipulate the truth so effortlessly."
Είναι εκπληκτικό πώς ένας πειστικός ψεύτης μπορεί να χειραγωγεί την αλήθεια τόσο ανώδυνα.
"A plausible liar can turn any situation to their advantage."
Ένας πειστικός ψεύτης μπορεί να στρέψει οποιαδήποτε κατάσταση προς όφελός του.
"Being a plausible liar isn’t a skill; it’s a moral failing."
Το να είσαι πειστικός ψεύτης δεν είναι ικανότητα; είναι ηθικό ελάττωμα.
"Even the most plausible liar may face consequences eventually."
Για "liar": deceiver, fraud, trickster
Αντώνυμα
Αυτή η ανάλυση ελπίζω να σας φανεί χρήσιμη!