"Play school" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/pleɪ skuːl/
"Play school" αναφέρεται σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για μικρά παιδιά, συνήθως ηλικίας 2 έως 5 ετών, όπου η εκπαίδευση γίνεται μέσω παιχνιδιού και διασκεδαστικών δραστηριοτήτων. Τα ιδρύματα αυτά επικεντρώνονται στην ανάπτυξη κοινωνικών, συναισθηματικών και γνωστικών δεξιοτήτων σε ένα φιλικό και ασφαλές περιβάλλον.
Η φράση "play school" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο δημοφιλής σε μη επίσημες καταστάσεις, όπως σε συζητήσεις μεταξύ γονέων ή εκπαιδευτικών.
Η φράση "play school" χρησιμοποιείται συχνά, ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες αγγλόφωνες χώρες.
The children have a lot of fun at play school.
Τα παιδιά διασκεδάζουν πολύ στον παιδικό σταθμό.
She enrolled her son in play school to help him socialize.
Εγγράφηκε τον γιο της σε παιδικό σταθμό για να τον βοηθήσει να κοινωνικοποιηθεί.
Play school is essential for early childhood development.
Ο παιδικός σταθμός είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη της πρώιμης παιδικής ηλικίας.
Η φράση "play school" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει χρήσιμες εκφράσεις.
"Starting play school is a big step for any child."
Η αρχή του παιδικού σταθμού είναι ένα μεγάλο βήμα για κάθε παιδί.
"In play school, children explore their imagination."
Στον παιδικό σταθμό, τα παιδιά εξερευνούν τη φαντασία τους.
"Parents often look for the best play school in their area."
Οι γονείς συχνά ψάχνουν για τον καλύτερο παιδικό σταθμό στην περιοχή τους.
Η λέξη "play" προέρχεται από την Αρχαία Αγγλίας "plegian", που σημαίνει "να παίζω". Η λέξη "school" προέρχεται από την Αρχαία Ελληνική "scholē", που σημαίνει "ανάπαυση" ή "χορηγία (παιδείας)".