Ουσιαστικό
/ˈpleɪ deɪ/
Η λέξη "play-day" αναφέρεται σε μια ειδική ημέρα ή εκδήλωση που αφιερώνεται σε δραστηριότητες παιχνιδιού. Συχνά χρησιμοποιείται σε σχολικά ή κοινοτικά περιβάλλοντα για να περιγράψει μια ημέρα όπου οι συμμετέχοντες μπορούν να συμμετάσχουν σε διάφορες παιχνιδιάρικες δραστηριότητες. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε προσκλήσεις ή προγράμματα, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί προφορικά.
We are having a play-day at the park this Saturday.
Θα έχουμε μια ημέρα παιχνιδιού στο πάρκο αυτό το Σάββατο.
The school organized a play-day for the children to enjoy outdoor activities.
Το σχολείο διοργάνωσε μια ημέρα παιχνιδιού για τα παιδιά να απολαύσουν υπαίθριες δραστηριότητες.
The community center hosts a monthly play-day for local families.
Το κέντρο της κοινότητας φιλοξενεί μια μηνιαία ημέρα παιχνιδιού για τις τοπικές οικογένειες.
Η λέξη "play-day" δεν εμφανίζεται συχνά σε άλλες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς με άλλες λέξεις για να τονίσει την έννοια της χαράς και της ανέμελης ψυχαγωγίας. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές προτάσεις που σχετίζονται με τη σημασία της:
It’s important for kids to have a play-day, as it encourages social skills.
Είναι σημαντικό για τα παιδιά να έχουν μια ημέρα παιχνιδιού, καθώς ενθαρρύνει τις κοινωνικές δεξιότητες.
A play-day can provide a much-needed break from the stress of schoolwork.
Μια ημέρα παιχνιδιού μπορεί να προσφέρει μια πολύ αναγκαία παύση από το άγχος των σχολικών υποχρεώσεων.
Organizing a play-day helps strengthen community bonds.
Η οργάνωση μιας ημέρας παιχνιδιού βοηθά στην ενίσχυση των δεσμών της κοινότητας.
Η λέξη "play-day" αποτελείται από δύο αγγλικές λέξεις: "play" (παίζω) και "day" (ημέρα). Ο συνδυασμός αυτός υποδηλώνει μια ημέρα αφιερωμένη σε παιχνίδια και ευχάριστες δραστηριότητες.
Συνώνυμα: - Fun day (ημέρα διασκέδασης) - Game day (ημέρα παιχνιδιού)
Αντώνυμα: - Work day (ημέρα εργασίας) - Study day (ημέρα μελέτης)