Είναι φράση (noun phrase).
/ˈpleɪɪŋ taɪm/
Ο όρος "playing time" αναφέρεται γενικά στον χρόνο που αφιερώνεται σε ένα παιχνίδι ή δραστηριότητα παιχνιδίου. Χρησιμοποιείται συνήθως στον αθλητισμό, στα βιντεοπαιχνίδια, και σε άλλες σχετικές δραστηριότητες.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καθημερινές συνομιλίες και σε πιο επίσημες καταστάσεις, όπως ανέφερα, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο (π.χ., αθλητικές αναφορές, κριτικές παιχνιδιών).
"The playing time for the basketball game was extended due to overtime."
(Ο χρόνος παιχνιδιού για τον αγώνα μπάσκετ επεκτάθηκε λόγω παράτασης.)
"In video games, the total playing time can greatly impact the player’s experience."
(Στα βιντεοπαιχνίδια, ο συνολικός χρόνος παιχνιδιού μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την εμπειρία του παίκτη.)
"Coaches often monitor the playing time of each player during the match."
(Οι προπονητές συνήθως παρακολουθούν τον χρόνο παιχνιδιού κάθε παίκτη κατά τη διάρκεια του αγώνα.)
Ο όρος "playing time" δεν είναι συχνά συνδεδεμένος με συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε σχετικές φράσεις που αφορούν τον αθλητισμό ή την ψυχαγωγία.
"He got a lot of playing time this season."
(Έλαβε πολύ χρόνο παιχνιδιού αυτή τη σεζόν.)
"Less playing time means less skill development."
(Λιγότερος χρόνος παιχνιδιού σημαίνει μικρότερη ανάπτυξη δεξιοτήτων.)
"The coach decided to divide the playing time equally among all the players."
(Ο προπονητής αποφάσισε να μοιράσει τον χρόνο παιχνιδιού εξίσου σε όλους τους παίκτες.)
Ο συνδυασμός "playing" προέρχεται από το ρήμα "play," που σημαίνει "παίζω," και "time," που σημαίνει "χρόνος." Ο όρος λοιπόν δηλώνει τον χρόνο που καταναλώνεται σε δραστηριότητες παιχνιδιού.
Συνώνυμα: - Game duration - Play duration
Αντώνυμα: - Time off - Break time
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "playing time" και των χρήσεών του.