Η φράση "plea in abatement" χρησιμοποιείται ως νομικός όρος και αποτελεί ουσιαστικό.
/pliː ɪn əˈbeɪtmənt/
Η φράση "plea in abatement" αναφέρεται σε νομική διαδικασία όπου ο κατηγορούμενος ζητάει την αναστολή ή τη διακοπή της διαδικασίας μιας νομικής υπόθεσης. Συνήθως, αυτή η αίτηση μπορεί να βασίζεται σε τεχνικούς λόγους ή μη κανονισμούς στη διαδικασία. Στην πράξη, είναι περισσότερο συχνή στους γραπτούς νομικούς εγγράφους παρά στην προφορική επικοινωνία.
Ο κατηγορούμενος κατέθεσε μια αίτηση σε αναστολή για να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των κατηγοριών.
The attorney's plea in abatement was granted, delaying the trial.
Η φράση "plea in abatement" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να σχετίζεται με νομικές διαδικασίες και τακτικές. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την αίτηση και την διαδικασία του δικαστηρίου.
Πολλοί κατηγορούμενοι επιλέγουν μια συμφωνία παραδοχής για να αποφύγουν τη δίκη.
Plea deal: The prosecutor offered a plea deal to minimize the sentence.
Ο εισαγγελέας προσέφερε μια συμφωνία παραδοχής για να μειώσει την ποινή.
Plea of guilty: He entered a plea of guilty to the charges against him.
Η φράση προέρχεται από το μεσαίωνα, όπου "plea" σημαίνει "αίτηση" ή "παρακαλώ" και "abatement" προήλθε από το λατινικό "ablatio", που σημαίνει "αφαίρεση" ή "διακοπή".
Συνώνυμα: αίτημα αναστολής, αίτηση για διακοπή. Αντώνυμα: αίτηση για προώθηση, αίτημα για συνέχιση.