Pleasurable - Επίθετο
/ˈplɛʒərəbəl/
Η λέξη pleasurable περιγράφει κάτι που προκαλεί ευχαρίστηση ή ευχαριστημένα συναισθήματα. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει εμπειρίες, καταστάσεις ή δραστηριότητες που είναι ευχάριστες ή ικανοποιητικές. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό περιβάλλον λόγω της πιο επίσημης και περιγραφικής φύσης της ως επίθετο.
The massage was incredibly pleasurable.
Το μασάζ ήταν απίστευτα ευχάριστο.
Reading a good book is a pleasurable experience.
Η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου είναι μια ευχάριστη εμπειρία.
They enjoyed a pleasurable evening by the beach.
Απόλαυσαν μια ευχάριστη βραδιά στην παραλία.
Η λέξη pleasurable χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε φράσεις που σχετίζονται με την ευχαρίστηση ή την απόλαυση. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Life is meant to be pleasurable.
Η ζωή προορίζεται να είναι ευχάριστη.
Finding a pleasurable hobby can greatly improve your well-being.
Η εύρεση μιας ευχάριστης χόμπι μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ευημερία σας.
They planned a pleasurable weekend getaway.
Σχεδίασαν μια ευχάριστη εκδρομή το Σαββατοκύριακο.
Pleasurable moments are what make life sweet.
Οι ευχάριστες στιγμές είναι αυτές που κάνουν τη ζωή γλυκιά.
Η λέξη pleasurable προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη pleasurable, που συνδέεται με το ρήμα please (ευχαριστώ), το οποίο έχει ετυμολογική ρίζα στη Λατινική λέξη placere που σημαίνει "να αρέσει".
Συνώνυμα: - Enjoyable - Gratifying - Delightful
Αντώνυμα: - Unpleasant - Disagreeable - Painful