Ο όρος "plebes" είναι ουσιαστικό.
/ˈplɛbis/
Η λέξη "plebes" αναφέρεται σε μια ομάδα ανθρώπων ή ένα πλήθος, συχνά με την έννοια του κοινού λαού ή της βάσης της κοινωνίας, που διαφοροποιείται από τις ανώτερες τάξεις. Στην αρχαία Ρώμη, αναφέρονταν στους μη ευγενείς, στους κοινών μεσαίων και κατώτερων πολιτών. Η χρήση της λέξης είναι κυρίως γραπτή, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο, κυρίως στην πολιτική ή κοινωνική συζήτηση.
The plebes rallied for their rights during the protest.
(Το πλήθος συγκεντρώθηκε για τα δικαιώματά του κατά τη διάρκεια της διαμαρτυρίας.)
Historically, the plebes had to fight for representation in the government.
(Ιστορικά, ο λαός έπρεπε να αγωνιστεί για εκπροσώπηση στην κυβέρνηση.)
The voices of the plebes were often ignored by the ruling class.
(Οι φωνές του λαού συχνά αγνοούνταν από την κυρίαρχη τάξη.)
Δεν υπάρχουν ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν την λέξη "plebes" στα Αγγλικά, αλλά η λέξη αυτή μπορεί συνήθως να χρησιμοποιηθεί σε πολιτικό ή κοινωνικό πλαίσιο, καθώς και σε συζητήσεις για ανισότητες και δικαιώματα. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
It’s not just the elites; even the plebes are concerned about the current policy changes.
(Δεν είναι μόνο οι ελίτ; Ακόμα και ο λαός ανησυχεί για τις τρέχουσες πολιτικές αλλαγές.)
The plebes have the power to change the tide during elections.
(Ο λαός έχει τη δύναμη να αλλάξει την κατεύθυνση στις εκλογές.)
The disconnect between the plebes and the politicians was evident during the meeting.
(Η αποσύνδεση μεταξύ του λαού και των πολιτικών ήταν προφανής κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
Η λέξη "plebes" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "plebs," που σήμαινε τον κοινό λαό ή τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στην αρχαία Ρώμη. Στην αρχαία Ρώμη, οι plebeians (πλήβιοι) ήταν οι μη ευγενείς πολίτες.
Συνώνυμα: - plebeians - common people - masses
Αντώνυμα: - elitists - nobility - aristocrats
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "plebes".