Όρος (Noun)
/pleɪn ˈɛər ˌɪzəm/
Ο όρος plein-airism αναφέρεται σε ένα καλλιτεχνικό κίνημα που επικεντρώνεται στη ζωγραφική τοπίων και άλλων σκηνών στον υπαίθριο χώρο, αντί για στούντιο. Οι καλλιτέχνες που ακολουθούν αυτό το κίνημα προσπαθούν να συλλάβουν το φυσικό φως και τις απευθείας εντυπώσεις τους από τη φύση, κάτι που τους επιτρέπει να αποτυπώσουν τη μεγαλύτερη αλήθεια των χρωμάτων και των μορφών. Χρησιμοποιείται κυρίως στη ζωγραφική και έχει τις ρίζες του στον 19ο αιώνα.
Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με την ιστορία της τέχνης, τη θεωρία και τις κριτικές τέχνης. Συχνότητα χρήσης είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς είναι εξειδικευμένος όρος.
Οι καλλιτέχνες υιοθέτησαν τον πλεϊν-έιρ για να αποτυπώσουν την φυσική ομορφιά του τοπίου.
Plein-airism was revolutionary in the world of painting, allowing artists to connect more deeply with their surroundings.
Ο πλεϊν-έιρ ήταν επαναστατικός στον κόσμο της ζωγραφικής, επιτρέποντας στους καλλιτέχνες να συνδεθούν βαθύτερα με το περιβάλλον τους.
Many impressionists practiced plein-airism, setting up their easels outside to paint directly from nature.
Ο όρος plein-airism χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με τον ιμπρεσιονισμό και άλλες σχετικές έννοιες:
Η ομορφιά του πλεϊν-έιρ έγκειται στην αμεσότητά του.
"With plein-airism, the artist becomes one with nature."
Με τον πλεϊν-έιρ, ο καλλιτέχνης γίνεται ένα με τη φύση.
"Embracing plein-airism can transform your approach to landscape painting."
Η λέξη plein-airism προέρχεται από τη γαλλική γλώσσα, όπου "plein air" σημαίνει "ανοιχτός αέρας". Ο όρος εισήχθη στον καλλιτεχνικό κόσμο κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως από τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό.
Συνώνυμα: - Outdoor painting - Landscape painting
Αντώνυμα: - Studio painting - Indoor painting