plethorical - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

plethorical (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "plethorical" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈplɛθ.ər.ɪ.kəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "plethorical" αναφέρεται σε κάτι που υπερχειλίζει ή είναι υπερβολικά μεγάλο ή πλούσιο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή αντικείμενα που είναι γεμάτα ή που προσφέρουν πλούτο και ποικιλία. Στη γλώσσα των αγγλόφωνων, έχει μια περισσότερο λογοτεχνική ή ποιοτική χροιά, χρησιμοποιούμενη κυρίως στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The garden was plethorical with flowers of every color.
    Ο κήπος ήταν πληθωρικός με λουλούδια κάθε χρώματος.

  2. His plethorical imagination led to countless stories.
    Η πληθωρική φαντασία του οδήγησε σε ατέλειωτες ιστορίες.

  3. The lecture was plethorical in its details, covering every aspect of the topic.
    Η διάλεξη ήταν πληθωρική στις λεπτομέρειές της, καλύπτοντας κάθε πτυχή του θέματος.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "plethorical" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να γίνει χρήση της σε λογοτεχνικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα:

  1. The plethorical abundance of choices overwhelmed the committee.
    Η πληθωρική αφθονία επιλογών υπερέβη την επιτροπή.

  2. With a plethorical palette of options, she chose the best one.
    Με μια πληθωρική παλέτα επιλογών, διάλεξε την καλύτερη.

  3. Their plethorical discussions often wandered off-topic.
    Οι πληθωρικές συζητήσεις τους συχνά αποκλίνουν από το θέμα.

  4. The plethorical offerings of the festival attracted crowds from all over the city.
    Οι πληθωρικές προσφορές του φεστιβάλ προσέλκυσαν πλήθη από όλη την πόλη.

Ετυμολογία

Η λέξη "plethorical" προέρχεται από το ελληνικό "πληθώς" (plethos) που σημαίνει "πολλά" ή "πλήθος". Σχηματίστηκε με την προσθήκη του επίθηματος "-ical".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - υπερβολικός - πλούσιος - αφθονία

Αντώνυμα: - περιορισμένος - ελλιπής - φτωχός



25-07-2024