Η λέξη "plicate" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "plicare", που σημαίνει "διπλώνω". Στα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε πληροφοριακά και επιστημονικά κείμενα, συνήθως για να δηλώσει κάτι που έχει υπερδιπλωθεί ή έχει διπλωθεί σε στρώματα. Δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη στη γενική ομιλία, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε βιολογικά και γεωλογικά συμφραζόμενα.
Τα φύλλα του φυτού είναι αναδιπλωμένα, μοιάζοντας με έναν διπλωμένο ανεμιστήρα.
The geological layers are plicate, indicating a history of folding in the Earth's crust.
Οι γεωλογικές στρώσεις είναι διπλωμένες, υποδεικνύοντας μια ιστορία αναδίπλωσης στην κρούστα της Γης.
The artist's technique was to plicate the paper in intricate patterns.
Η λέξη "plicate" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Όμως, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις ή τη διαδικασία διπλώματος:
"Το ύφασμα διπλώνει όμορφα όταν ραμμένο μαζί."
"She knows how to plicate the paper to create stunning origami."
"Γνωρίζει πώς να διπλώνει το χαρτί για να δημιουργήσει καταπληκτικά οριγκάμι."
"The muscle fibers are plicate, enhancing their strength and flexibility."
Η λέξη "plicate" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "plicare", το οποίο σημαίνει "διπλώνω" ή "συμπτύσσω". Η λέξη σχετίζεται με άλλες αγγλικές λέξεις που περιέχουν τη ρίζα "plic", όπως "complicate" (να περιπλέκω) και "duplicate" (να διπλασιάζω).
Συνώνυμα: - Fold - Bend - Layer
Αντώνυμα: - Unfold - Expand - Lengthen