Το "plonker" είναι ουσιαστικό.
/ˈplɒŋ.kə/
Η λέξη "plonker" χρησιμοποιείται στο βρετανικό αγγλικό για να περιγράψει ένα άτομο που είναι ανόητο ή έχει κάνει κάποιον ηλίθιο λάθος. Είναι συνήθως μια ελαφριά, παιχνιδιάρικη προσβολή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καθημερινές ή ανεπίσημες συζητήσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
He walked into a glass door like a complete plonker.
Περπάτησε σε μια γυάλινη πόρτα σαν ένας ολοκληρωμένος ηλίθιος.
Don’t be such a plonker! Just ask for help if you need it.
Μην είσαι τόσο ανόητος! Απλώς ζήτησε βοήθεια αν τη χρειάζεσαι.
I can’t believe you forgot the tickets. What a plonker!
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ξέχασες τα εισιτήρια. Τι ανόητος!
Η λέξη "plonker" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στην καθημερινή ομιλία. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
He made a plonker of himself at the party by dancing ridiculously.
Έκανε τον ανόητο στον εαυτό του στο πάρτι χορεύοντας γελοία.
She’s a plonker for not studying for her exams.
Είναι ανόητη που δεν διάβασε για τις εξετάσεις της.
That was a real plonker of a mistake to make!
Αυτό ήταν ένα πραγματικό ηλίθιο λάθος να κάνεις!
Stop being a plonker and start thinking before you act.
Σταμάτα να είσαι ανόητος και άρχισε να σκέφτεσαι πριν δράσεις.
He’s always been a bit of a plonker when it comes to common sense.
Ήταν πάντα λίγο ηλίθιος όταν πρόκειται για κοινή λογική.
Η λέξη "plonker" έχει την προέλευση της από την πιθανώς παλαιότερη αργκό, και έχει εξελιχθεί στον 20ο αιώνα. Είναι πιθανόν να σχετίζεται με τη λέξη "plonk," που σημαίνει φτηνό κρασί, υποδηλώνοντας χαμηλή ποιότητα ή έλλειψη νοημοσύνης.