Ο συνδυασμός "plugged perforation" περιλαμβάνει το "plugged" (ρήμα σχηματισμένο από το "plug") και το "perforation" (ουσιαστικό). Συνολικά, μπορεί να θεωρηθεί ως φράση που σχετίζεται με τη μηχανολογία ή την γεωλογία.
/ˈplʌɡd ˌpərfəˈreɪʃən/
Ο όρος "plugged perforation" αναφέρεται συνήθως στη διαδικασία όπου μια διάτρηση (perforation) έχει "φραγεί" (plugged) με κάποιο υλικό, ώστε να περιοριστεί ή να αποτραπεί η ροή κάποιου υγρού ή αερίου σε κοιλότητες, όπως αυτές σε γεωτρήσεις ή σωλήνες.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε ειδικά πλαίσια όπως η πετρελαιοπαραγωγή ή η γεωλογία. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο αυξημένη σε τεχνικές ή επιστημονικές συζητήσεις.
Η γεώτρηση υπήρξε με φραγμένη διάτρηση, οδηγώντας σε μειωμένη ροή πετρελαίου.
Engineers assessed the plugged perforation to determine the best way to remedy the situation.
Οι μηχανικοί αξιολόγησαν τη φραγμένη διάτρηση για να καθορίσουν τον καλύτερο τρόπο αποκατάστασης της κατάστασης.
The treatment aimed to clear the plugged perforation before further drilling.
Ο όρος "plugged perforation" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε σύγχρονες ιδιωματικές εκφράσεις για τις καθημερινές συζητήσεις. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε ότι ανήκει σε ένα εξειδικευμένο λεξιλόγιο, που αφορά τη μηχανική και γεωλογία.