plunge grinding: Ρήμα (phrasal verb)
/plʌndʒ ˈɡraɪndɪŋ/
Plunge grinding αναφέρεται σε μια μέθοδο λείανσης, όπου το εργαλείο λείανσης (συνήθως ένας τροχός) βυθίζεται απευθείας στο κομμάτι εργασίας. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται κυρίως για την αφαίρεση υλικού σε μεγαλύτερη ποσότητα και παρέχει υψηλή ακρίβεια. Χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανικές εφαρμογές όπως η κατασκευή μηχανών και η παραγωγή μετάλλων.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της μηχανικής και του βιομηχανικού σχεδιασμού, και είναι πιο κοινός σε τεχνικά ή γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο τεχνικός χρησιμοποίησε βυθιστική λείανση για να πετύχει μια ομαλή επιφάνεια στο μεταλλικό τμήμα.
Plunge grinding is effective for removing large amounts of material quickly.
Η βυθιστική λείανση είναι αποτελεσματική για την γρήγορη αφαίρεση μεγάλων ποσοτήτων υλικού.
Many manufacturers prefer plunge grinding for its precision in the automotive industry.
Plunge grinding δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός όρος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αγγλικές φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια του "βουτώ" ή "καταδύομαι". Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Πρέπει να βυθιστείς στη διαδικασία λείανσης για να κατανοήσεις τις πολυπλοκότητές της.
She decided to plunge into the details of plunge grinding for her engineering project.
Αυτή αποφάσισε να βυθιστεί στις λεπτομέρειες της βυθιστικής λείανσης για το μηχανολογικό της έργο.
He went through a phase where he liked to plunge into various grinding techniques.
Το "plunge" προέρχεται από την αγγλική λέξη που σημαίνει "βουτιά" ή "καταδύομαι", ενώ το "grinding" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "grindan," που σημαίνει "τρίβω" ή "λείανω".
Συνώνυμα: - Depth grinding - Infeed grinding
Αντώνυμα: - Surface grinding - External grinding
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια αναλυτική εικόνα του όρου "plunge grinding" και της χρήσης του στη βιομηχανία.