Η φράση "plus modifiers" λειτουργεί ως ουσιαστικό υπό σύνολο, που αναφέρεται σε προσδιοριστές ή τροποποιητές που προστίθενται σε κάτι.
/[plʌs ˈmɒdɪfaɪərz]/
Η φράση "plus modifiers" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των γλωσσών προγραμματισμού, της γλωσσολογίας ή της γραμματικής, για να αναφερθεί σε επιπλέον στοιχεία που τροποποιούν ή επηρεάζουν τη σημασία μιας λέξης ή φράσης. Στη γλώσσα των υπολογιστών, μπορεί να αναφέρεται σε επιπλέον παραμέτρους ή χαρακτηριστικά που προστίθενται σε μια εντολή ή συνάρτηση.
Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές και τεχνικές συγγραφές.
"Όταν γράφετε μια ερώτηση, θα πρέπει πάντα να χρησιμοποιείτε πρόσθετους προσδιοριστές για να βελτιώσετε τα αποτελέσματά σας."
"In linguistics, plus modifiers can change the meaning of a sentence significantly."
"Στη γλωσσολογία, οι πρόσθετοι προσδιοριστές μπορούν να αλλάξουν σημαντικά την έννοια μιας πρότασης."
"The software allows the use of plus modifiers to enhance user experience."
Η φράση "plus modifiers" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με τεχνικούς και γλωσσικούς τομείς. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
"Η προσθήκη πρόσθετων τροποποιητών μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία προγραμματισμού."
"The grammar rules state that plus modifiers often precede the main noun."
"Οι κανόνες γραμματικής δηλώνουν ότι οι πρόσθετοι προσδιοριστές συχνά προ precede την κύρια ουσία."
"Using plus modifiers in your writing can clarify your ideas."
Ο όρος "modifier" προέρχεται από το λατινικό "modificare", που σημαίνει "να αλλάξω" ή "να βελτιώσω". Η λέξη "plus" είναι αρχαία λατινική, που σημαίνει "περισσότερο". Η σύνθεσή τους υποδηλώνει "περισσότερους ή επιπλέον τρόπους αλλαγής" ή "τροποποίησης".
Συνώνυμα: - additional parameters - extra modifiers - supplementary qualifiers
Αντώνυμα: - basic terms - primary descriptors - standard elements