Pointe: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /pwæ̃t/
Η λέξη "pointe" στα Αγγλικά αναφέρεται κυρίως στο άκρο ή την κορυφή ενός αντικειμένου ή κόμβου. Στον χορό, είναι η τεχνική που χρησιμοποιούν οι χορεύτριες στις μύτες των ποδιών τους. Αν και χρησιμοποιείται λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο, είναι συχνά χρήσιμη στον χορό και τη μόδα. Παράλληλα, έχει επιστημονικές χρήσεις στον τομέα της γεωμετρίας.
Η χορεύτρια είναι καταρτισμένη στην τεχνική pointe.
The pointe of the mountain was covered in snow.
Η κορυφή του βουνού ήταν καλυμμένη με χιόνι.
He used a pencil with a sharp pointe to draw.
Η λέξη "pointe" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι πολύ σχετική στον χορό:
Έχει εξασκηθεί αδιάκοπα για να χορέψει στις μύτες των ποδιών της.
Pointe shoe: Refers to the specialized shoe designed for ballet dancers to dance on their toes.
Η μπαλαρίνα χρειαζόταν ένα νέο ζευγάρι παπούτσια pointe για την παράσταση της.
Pointe work: Refers to the dancing on the tips of the toes that is characteristic of ballet.
Η λέξη "pointe" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "point," που σημαίνει "άκρο" ή "κορυφή", και έχει εφαρμογές τόσο στην τέχνη του χορού όσο και σε άλλα πεδία.
Συνώνυμα: - Tip - Peak - Apex
Αντώνυμα: - Base - Bottom - Foundation
Αυτή είναι η λεπτομερής παρουσίαση της λέξης "pointe". Αν χρειάζεστε περαιτέρω πληροφορίες ή άλλα παραδείγματα, παρακαλώ ενημερώστε με!