Ο όρος "police-inspector" είναι ουσιαστικό.
/pəˈliːs ɪnˈspɛktər/
Ο όρος "police-inspector" αναφέρεται σε ένα αξίωμα ή θέση μέσα στην αστυνομία, όπου ο επιθεωρητής είναι υπεύθυνος για τη διερεύνηση εγκλημάτων, την εποπτεία άλλων αστυνομικών και τη διαχείριση αστυνομικών υποθέσεων. Χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα και νομικά συμφραζόμενα.
Η χρήση της λέξης "police-inspector" είναι πιο συχνή στο γραπτό περιβάλλον, όπως σε ειδήσεις, νομικά κείμενα και επίσημες αναφορές, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην προφορική επικοινωνία που αφορά την αστυνομία.
Ο επιθεωρητής αστυνομίας έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος.
The police-inspector questioned the witnesses carefully.
Ο επιθεωρητής αστυνομίας ανέκρινε προσεκτικά τους μάρτυρες.
The police-inspector was praised for solving the case quickly.
Ο όρος "police-inspector" μπορεί να συσχετιστεί με κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδανικός για πολλούς καθορισμένους κανόνες. Μερικές σχετικές φράσεις περιλαμβάνουν:
Ο κλέφτης πιάστηκε από τον επιθεωρητή αστυνομίας στα πράσα.
"Under the police-inspector's watch"
Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε υπό την παρακολούθηση του επιθεωρητή αστυνομίας.
"Being interrogated by the police-inspector"
Ο όρος "police-inspector" προέρχεται από τη λέξη "police", η οποία έχει γαλλικές ρίζες (police, από την ελληνική πολιτεία μέσω της λατινικής politia), και τη λέξη "inspector", που προέρχεται από τη λατινική inspectus, που σημαίνει "να επιθεωρείς" ή "να κοιτάς προσεκτικά".
Συνώνυμα: - Detective - Law enforcement officer - Chief inspector
Αντώνυμα: - Criminal - Offender - Suspect
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια πλήρη εικόνα του όρου "police-inspector", συμπεριλαμβανομένων χρήσεων, συσχετισμών και ετυμολογίας.