Ο όρος "polished diamond" αναφέρεται σε έναν διαμάντι που έχει υποστεί διαδικασία γυαλίσματος, προκειμένου να αναδείξει την ομορφιά και την αξία του. Είναι μια συνήθης περιγραφή στον κόσμο των πολύτιμων λίθων και των κοσμημάτων.
Ο χρυσοχόος παρουσίασε ένα όμορφα γυαλισμένο διαμάντι στη βιτρίνα.
She received a polished diamond as an engagement ring.
Έλαβε ένα γυαλισμένο διαμάντι ως δαχτυλίδι αρραβώνων.
Polished diamonds are often more valuable than uncut stones.
Ο όρος "polished diamond" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις για να δημιουργήσει μεταφορικές έννοιες:
Ένιωθε σαν ένα γυαλισμένο διαμάντι στο νέο της φόρεμα.
His speech was as smooth as a polished diamond.
Η ομιλία του ήταν τόσο ομαλή όσο ένα γυαλισμένο διαμάντι.
The polished diamond of her actions shone through in the community.
Ο όρος "polished" προέρχεται από το ρήμα "polish," που σημαίνει "γυαλίζω," ενώ "diamond" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἀδάμας" (adamas), που σημαίνει "ανίκητος" ή "σκληρός," αναφερόμενος στη σκληρότητα του διαμαντιού.
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "polished diamond."