polishing varnish: φράση (noun phrase)
/ˈpɒlɪʃɪŋ ˈvɑːrnɪʃ/
Το "polishing varnish" αναφέρεται σε ένα είδος βερνικιού που χρησιμοποιείται για να δώσει γυαλάδα και προστασία σε επιφάνειες, κυρίως ξύλινες ή άλλες επιφάνειες που απαιτούν φινίρισμα. Χρησιμοποιείται συχνά σε βιοτεχνίες ή κατασκευές επίπλων, καθώς και σε έργα ανακαίνισης. Στην αγγλική γλώσσα, η φράση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις, ειδικά σε επαγγελματικά ή τεχνικά περιβάλλοντα.
I applied polishing varnish to the table to enhance its shine.
Εφάρμοσα βερνίκι γυαλίσματος στο τραπέζι για να ενισχύσω τη λάμψη του.
Polishing varnish can greatly improve the look of wooden furniture.
Το βερνίκι γυαλίσματος μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την εμφάνιση των ξύλινων επίπλων.
Before selling the piece, make sure to use a polishing varnish for a better appeal.
Πριν πουλήσετε το κομμάτι, φροντίστε να χρησιμοποιήσετε βερνίκι γυαλίσματος για καλύτερη απήχηση.
Η φράση "polishing varnish" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορούμε να εξετάσουμε τη χρήση της σε σχετικές φράσεις:
"Putting the finishing touch with polishing varnish makes all the difference."
Η προσθήκη της τελευταίας πινελιάς με βερνίκι γυαλίσματος κάνει τη διαφορά.
"His technique of applying polishing varnish ensures a professional finish."
Η τεχνική του να εφαρμόζει βερνίκι γυαλίσματος εξασφαλίζει ένα επαγγελματικό φινίρισμα.
"She believes that polishing varnish is the secret to a lasting shine."
Πιστεύει ότι το βερνίκι γυαλίσματος είναι το μυστικό για μία διαρκή λάμψη.
Η λέξη "polishing" προέρχεται από το ρήμα "polish", που σημαίνει "γυαλίζω" και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "polire", που σημαίνει "να γυαλίσει". Η λέξη "varnish" προέρχεται από την γαλλική λέξη "vernis," που προήλθε από το λατινικό "vernix," που αναφέρεται σε ένα γυαλιστερό υλικό που εφαρμόζεται σε επιφάνειες.
Συνώνυμα: - χρησιμώ (finishing coat) - γυαλιστικό (glaze)
Αντώνυμα: - ακατέργαστο (raw) - ματ (matte)