Το "pollutant emission" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/pəˈluːtənt ɪˈmɪʃən/
Η φράση "pollutant emission" αναφέρεται στις διαδικασίες όπου ρύποι (όπως αέρια, σωματίδια ή χημικές ουσίες) απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα ή σε οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον. Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις που αφορούν την περιβαλλοντική πολιτική, τη ρύπανση και τον έλεγχο περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως ερευνητικά άρθρα, εκθέσεις και νόμους που σχετίζονται με την περιβαλλοντική προστασία.
Η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει νέους κανονισμούς για τη μείωση της εκπομπής ρύπων.
Factories are the main sources of pollutant emission in urban areas.
Οι εργοστάσια είναι οι κύριες πηγές εκπομπής ρύπων σε αστικές περιοχές.
Monitoring pollutant emission is essential for environmental protection.
Η φράση "pollutant emission" δεν χρησιμοποιείται κοινώς σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με πολλές φράσεις που σχετίζονται με την περιβαλλοντική πολιτική και ρύπανση. Ορισμένες παραδείγματα:
Η αντιμετώπιση της εκπομπής ρύπων απαιτεί διεθνή συνεργασία.
"Scientists are studying the long-term effects of pollutant emission on public health."
Οι επιστήμονες μελετούν τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της εκπομπής ρύπων στη δημόσια υγεία.
"The report highlights the urgent need to address pollutant emission from vehicles."
Η έκθεση τονίζει την επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί η εκπομπή ρύπων από τα οχήματα.
"Reducing pollutant emission is vital to combat climate change."
Η μείωση της εκπομπής ρύπων είναι ζωτικής σημασίας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
"Activists are advocating for stricter laws on pollutant emission."
Η λέξη "pollutant" προέρχεται από το λατινικό "polluere," που σημαίνει "να μολύνω". Ο όρος "emission" προέρχεται από το λατινικό "emittere," που σημαίνει "να απελευθερώνω".