Ο όρος "pollution control technology" είναι ουσιαστικό (noun phrase).
/ˈpɒluːʃən kənˈtroʊl tɛkˈnɒlədʒi/
Η "pollution control technology" αναφέρεται σε μεθόδους και συστήματα που χρησιμοποιούνται για τη μείωση ή την εξάλειψη της ρύπανσης στο περιβάλλον, όπως η επεξεργασία των αποβλήτων και η καθαρή παραγωγή. Αυτές οι τεχνολογίες μπορούν να εφαρμοστούν σε διάφορους τομείς, όπως η βιομηχανία, οι μεταφορές και οι αστικές περιοχές. Χρησιμοποιείται συχνά στη περιβαλλοντική πολιτική και τις συζητήσεις σχετικά με την αειφορία. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε επιστημονικές και τεχνικές αναφορές.
Η κυβέρνηση επενδύει σε τεχνολογία ελέγχου της ρύπανσης για να βελτιώσει την ποιότητα του αέρα.
Many factories are adopting new pollution control technology to comply with environmental regulations.
Πολλές βιομηχανίες υιοθετούν νέες τεχνολογίες ελέγχου της ρύπανσης για να συμμορφωθούν με τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς.
Research in pollution control technology is crucial for sustainable development.
Ο όρος "pollution control technology" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές εκφράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν:
Η επένδυση σε τεχνολογία ελέγχου της ρύπανσης είναι ένα βήμα προς ένα καθαρότερο μέλλον.
"Implementing effective pollution control technology can safeguard public health."
Η εφαρμογή αποτελεσματικής τεχνολογίας ελέγχου της ρύπανσης μπορεί να προστατεύσει τη δημόσια υγεία.
"Companies must prioritize pollution control technology to reduce their environmental impact."
Ο όρος "pollution" προέρχεται από το λατινικό "pollutio", που σημαίνει "ρύπανση, βρωμιά". Ο όρος "control" προέρχεται από το λατινικό "contrarotulare", που σημαίνει "να ελέγχει". Η λέξη "technology" προέρχεται από το ελληνικό "technologia", που σημαίνει "τεχνική και τέχνη".
Συνώνυμα: - Environmental control technology (τεχνολογία ελέγχου του περιβάλλοντος) - Emission control technology (τεχνολογία ελέγχου εκπομπών)
Αντώνυμα: - Pollution creation technology (τεχνολογία δημιουργίας ρύπανσης) - Harmful technology (βλαβερή τεχνολογία)