polyphosphatase: ουσιαστικό
/ˌpɒl.i.fɒs.fəˈteɪs/
Η "polyphosphatase" αναφέρεται σε ένα ένζυμο που καταλύει την υδρόλυση πολυφωσφορικών ενώσεων, διασπώντας τις πολυφωσφορικές ομάδες σε απλούστερες μορφές. Αυτά τα ένζυμα είναι σημαντικά σε διάφορες βιολογικές διαδικασίες σχετικά με τη μεταφορά και αποθήκευση φωσφόρου.
Η λέξη έχει κυρίως επιστημονική χρήση και μπορεί να συναντηθεί συχνά σε έρευνες που σχετίζονται με τη βιοχημεία και τη μοριακή βιολογία. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Αυτός ο όρος δεν είναι ευρέως διαδεδομένος στη καθημερινή ομιλία, αλλά χρησιμοποιείται πολύ σε ειδικά επιστημονικά κείμενα.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στη δραστηριότητα της πολυφωσφατάσης σε βακτηριακά κύτταρα.
Polyphosphatase is essential for phosphorus metabolism in microorganisms.
Η πολυφωσφατάση είναι απαραίτητη για το μεταβολισμό του φωσφόρου στους μικροοργανισμούς.
Researchers are investigating the role of polyphosphatase in soil nutrient cycling.
Η λέξη "polyphosphatase" δεν είναι κοινά ενσωματωμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικές συνομιλίες και έρευνες.
Η λέξη "polyphosphatase" προέρχεται από την ελληνική λέξη "πολύ" (poly), που σημαίνει "πολλές", και την αγγλική "phosphate" (φωσφορικό άλας) με το κατάληξη "ase", που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι πρόκειται για ένζυμο.
Συνώνυμα: - Πολυφωσφοριχάση (polyphosphorylase) (άλλο όνομα που ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα πλαίσια)
Αντώνυμα: - Υδρολυτική ενδοφωσφατάση (hydrolase, σε γενικό επίπεδο)
Η έννοια των ενζύμων και των βιοχημικών τομέων είναι αρκετά εξειδικευμένη, και πολλές φορές οι όροι δεν έχουν παραδοσιακές αντωνυμίες ή συνώνυμα.