Η λέξη "porker" είναι ουσιαστικό.
/pɔːrkər/
Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη "porker" κυρίως αναφέρεται σε ένα γουρούνι ή χοίρο, αλλά σε ορισμένα συμφραζόμενα μπορεί να χρησιμοποιείται και με πιο μεταφορική έννοια, για να περιγράψει κάποιον που τρώει πολύ ή έχει υπερβολικά μεγάλη όρεξη.
Η λέξη "porker" δεν είναι πολύ συχνή στη χρήση και μπορεί να παρατηρηθεί κυρίως σε προφορικό λόγο ή ανεπίσημο γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή.
The farmer raised a few porkers for the market.
(Ο αγρότης ανέθρεψε μερικούς χοίρους για την αγορά.)
After the feast, I felt like a real porker!
(Μετά από το συμπόσιο, αισθανόμουν σαν πραγματικός χοίρος!)
Η λέξη "porker" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, εδώ είναι ορισμένες προτάσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της λέξης, αν και δεν είναι κλασικές ιδιωματικές εκφράσεις:
He really went to town on that meal; he was a total porker!
(Πραγματικά επιδόθηκε στο γεύμα εκείνο; Ήταν ένας πλήρης χοίρος!)
During the holidays, I always turn into a porker with all the good food around.
(Κατά τη διάρκεια των διακοπών, πάντα γίνομαι χοίρος με όλη την καλή τροφή γύρω μου.)
My brother is such a porker; he eats everything in sight!
(Ο αδελφός μου είναι τόσο χοίρος; Τρώει τα πάντα μπροστά του!)
Η λέξη "porker" προέρχεται από την παλιότερη Αγγλική λέξη "pork", η οποία προέρχεται από τον λατινικό όρο "porcus", που σημαίνει "χοίρος".
Συνώνυμα: - hog - pig
Αντώνυμα: - σε ορισμένα συμφραζόμενα, "light eater" (αυτός που τρώει λίγο)