Posedness είναι ένα substantivum (ουσιαστικό).
/ˈpoʊzdnəs/
Η λέξη posedness αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κάτι ή κάποιος "ποζαρισμένος" ή "καθισμένος σε μια θέση". Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα όπου η παρουσίαση, η στάση ή η εικόνα έχει σημασία, όπως στη φωτογραφία ή στην τέχνη. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικά ή καλλιτεχνικά κείμενα.
Η πόζα της μοντέλας στη φωτογραφία αναδεικνύει την αυτοπεποίθησή της.
The artist captured the posedness of the figure perfectly.
Η λέξη posedness δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συναντηθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια που αφορούν την τέχνη ή τη φωτογραφία. Ακολουθούν 3 παραδειγματικές προτάσεις:
Η πόζα της κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης ήταν εντυπωσιακή.
The posedness of the statue conveys a sense of tranquility.
Η πόζα του αγάλματος μεταφέρει μια αίσθηση ηρεμίας.
In natural photography, the posedness should appear effortless.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "pose", το οποίο σημαίνει να τοποθετείς κάτι σε συγκεκριμένη θέση ή στάση, συνδυασμένο με το επίθημα "-edness", που δηλώνει την κατάσταση ή την ποιότητα του ρήματος.
Συνώνυμα: - Stance (στάση) - Position (θέση) - Attitude (στάση, ατμόσφαιρα)
Αντώνυμα: - Inaction (αδράνεια) - Spontaneity (αυθορμητισμός) - Naturalness (φυσικότητα)