position - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

position (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "position" είναι ουσιαστικό (noun) και μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως ρήμα (verb) σε διαφορετικά συμφραζόμενα.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "position" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι:
/ pəˈzɪʃ.ən /

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "position" αναφέρεται στη φυσική ή σχετική θέση κάποιου ή κάτιου, σε μια κατάσταση ή κατάσταση που μπορεί να είναι επαγγελματική, στρατηγική ή κοινωνική. Στον λόγο των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει πού βρίσκεται κάτι ή κάποιος, καθώς και την κατάσταση ή τον ρόλο που έχει κάποιος σε μια οργάνωση ή σε μια κοινωνική διάταξη.

Η λέξη "position" χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά είναι επίσης συχνά παρούσα στον προφορικό λόγο.

Συχνότητα Χρήσης

Η λέξη είναι αρκετά κοινή, ίσως πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές ρυθμίσεις.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. He applied for a management position at the new company.
    Αυτός υπέβαλε αίτηση για μια θέση διεύθυνσης στη νέα εταιρεία.

  2. The teacher asked the students to take their positions in the classroom.
    Η δασκάλα ζήτησε από τους μαθητές να πάρουν τις θέσεις τους στην τάξη.

  3. She has a strong position in the debate team.
    Έχει μια ισχυρή θέση στην ομάδα συζητήσεων.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "position" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα:

  1. Take a position
    "You need to take a position on the matter."
    Πρέπει να πάρεις μια στάση πάνω στο θέμα.

  2. At a position to do something
    "She is now in a position to negotiate a better salary."
    Αυτή είναι πλέον σε θέση να διαπραγματευτεί έναν καλύτερο μισθό.

  3. Position of strength
    "The company is in a position of strength after the merger."
    Η εταιρεία είναι σε θέση ισχύος μετά τη συγχώνευση.

  4. Hold a position
    "He holds a position of trust within the organization."
    Κατέχει θέση εμπιστοσύνης μέσα στην οργάνωση.

  5. Position oneself
    "It's important to position oneself strategically in the market."
    Είναι σημαντικό να τοποθετείς στρατηγικά τον εαυτό σου στην αγορά.

  6. Switch positions
    "They decided to switch positions during the game."
    Αποφάσισαν να αλλάξουν θέσεις κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "position" προέρχεται από το λατινικό "positio", που σημαίνει "τοποθέτηση", το οποίο είναι παράγωγο του ρήματος "ponere", που σημαίνει "να τοποθετήσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Place - Location - Situation - Status

Αντώνυμα: - Displacement - Removal - Dislocation

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη ματιά στη λέξη "position", τις χρήσεις της και τα συσχετιζόμενα στοιχεία της στην αγγλική γλώσσα.



25-07-2024