Η φράση "postage paid" λειτουργεί ως επίθετο/φράση που περιγράφει την κατάσταση ενός αντικειμένου ή ενός γράμματος που έχει ήδη πληρωθεί για την αποστολή του.
/ˈpoʊ.stɪdʒ peɪd/
Η φράση "postage paid" αναφέρεται σε παραλήψεις ή αντικείμενα για τα οποία έχει ήδη καταβληθεί το κόστος αποστολής, συνήθως για να διευκολύνει τη διαδικασία αποστολής ή παιρνώντας την ευθύνη του κόστους στον αποστολέα. Χρησιμοποιείται συχνά σε ανακοινώσεις και σε επίσημα έγγραφα, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε εμπορικές ή ταχυδρομικές αλληλεπιδράσεις.
Ο φάκελος ήταν σημειωμένος ως με ταχυδρομικά τέλη πληρωμένα.
Please ensure that your item has postage paid before sending it.
Παρακαλώ διασφαλίστε ότι το αντικείμενό σας έχει ταχυδρομικά τέλη πληρωμένα προτού το στείλετε.
He dropped off the package which was already postage paid.
Η φράση "postage paid" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που σχετίζονται με την αποστολή:
Η ετικέτα με τα ταχυδρομικά τέλη πληρωμένα έκανε πιο εύκολη την αποστολή της επιστολής μου.
Return postage paid: I included a return postage paid envelope with my application.
Η φράση προέρχεται από την αγγλική λέξη "postage", που αναφέρεται στα έξοδα για την αποστολή μέσω ταχυδρομείου, και το ρήμα "paid", που σημαίνει "πληρωμένος", προερχόμενο από το αρχαίο αγγλικό "pægan".
Συνώνυμα: - Postage included (ταχυδρομικά τέλη συμπεριλαμβάνονται) - Prepaid postage (προπληρωμένα ταχυδρομικά τέλη)
Αντώνυμα: - Postage due (οφειλόμενα ταχυδρομικά τέλη) - Unpaid postage (απλήρωτα ταχυδρομικά τέλη)