Η φράση "posttraumatic osteomyelitis" είναι ουσιαστικό.
/pəʊsttrəʊˈmætɪk ˌəʊstɪəʊˈmaɪlɪtɪs/
Η "posttraumatic osteomyelitis" αναφέρεται σε μία λοίμωξη του οστού ή του μυελού των οστών που προκύπτει ως αποτέλεσμα τραυματισμού, όπως κάταγμα ή χειρουργική επέμβαση. Αποτελεί μια σοβαρή ιατρική κατάσταση που απαιτεί άμεση θεραπευτική παρέμβαση. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε ιατρικά κείμενα και αναφορές, αλλά καθώς αφορά σοβαρές καταστάσεις, μπορεί να συναντηθεί και σε προφορική επικοινωνία.
Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικό πλαίσιο, ιδίως όταν γίνεται αναφορά σε τραυματισμούς που προκαλούν λοίμωξη. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε ιατρικούς κύκλους καθώς και στα ερευνητικά κείμενα.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με μετατραυματική οστεομυελίτιδα μετά την επέμβαση.
"Posttraumatic osteomyelitis can occur in patients with open fractures."
Η μετατραυματική οστεομυελίτιδα μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με ανοικτά κατάγματα.
"Proper antibiotic treatment is essential in managing posttraumatic osteomyelitis."
Η φράση "posttraumatic osteomyelitis" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συναντηθεί σε ιατρικές συζητήσεις που σχετίζονται με θεραπείες και συμπτώματα. Ακολουθούν 2-3 παραδείγματα που δείχνουν την επίδραση των λοιμώξεων στα οστά:
Μετά το ατύχημα, ο κίνδυνος μετατραυματικής οστεομυελίτιδας έγινε μια σοβαρή ανησυχία για την ιατρική ομάδα.
"He was warned about the potential for posttraumatic osteomyelitis if he did not follow his doctor's advice."
Η λέξη "osteomyelitis" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "osteon" που σημαίνει "οστό" και "myelos" που σημαίνει "μυελός", συν το ελληνικό επίθημα "-itis", που δηλώνει φλεγμονή. Η προσθήκη "posttraumatic" αναφέρεται σε ότι συμβαίνει μετά από ένα τραυματισμό.
Osteitis (Οστεΐτιδα)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα σχετικά με τη "posttraumatic osteomyelitis" και τη χρήση της στη γλώσσα Αγγλικών και Ελληνικών.