pot-lid: ουσιαστικό
/pɒt lɪd/
Το "pot-lid" αναφέρεται στο καπάκι που χρησιμοποιείται για να καλύψει μια κατσαρόλα ή άλλο σκεύος μαγειρέματος. Είναι σχεδιασμένο να περιορίζει την απώλεια θερμότητας και υδρατμών κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο προφορικό και το γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε μαγειρικά ή οικιακά συμφραζόμενα.
I forgot to put the pot-lid on while cooking.
Ξέχασα να βάλω το καπάκι της κατσαρόλας ενώ μαγείρευα.
Make sure the pot-lid fits tightly to avoid spills.
Βεβαιώσου ότι το καπάκι της κατσαρόλας εφαρμόζει σφιχτά για να αποφύγεις τις διαρροές.
The pot-lid was too heavy for the pot.
Το καπάκι της κατσαρόλας ήταν πολύ βαρύ για την κατσαρόλα.
Η λέξη "pot-lid" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί σε περιγραφές που αφορούν τη διαδικασία του μαγειρέματος. Ορισμένες σχετικές φράσεις περιλαμβάνουν:
To keep a lid on something.
She tried to keep a lid on her emotions during the meeting.
Προσπάθησε να κρατήσει σε έλεγχο τα συναισθήματά της κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
To let the pot boil over.
If you don’t watch the pot, it will boil over.
Αν δεν παρακολουθήσεις την κατσαρόλα, θα βραχεί.
To put a lid on a situation.
They managed to put a lid on the conflict before it escalated.
Κατάφεραν να περιορίσουν τη σύγκρουση πριν κλιμακωθεί.
Το "pot" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "pōt" που σήμαινε ένα δοχείο, ενώ το "lid" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "lid" που σημαίνει κάλυμμα ή καπάκι. Τα δύο στοιχεία ενώθηκαν για να περιγράψουν το καπάκι ενός μαγειρικού σκεύους.
Συνώνυμα: - καπάκι - κάλυμμα
Αντώνυμα: - άνοιγμα - εκθέτης