Η φράση "potential barrier" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/pəˈtɛnʃəl ˈbæriər/
Η φράση "potential barrier" αναφέρεται σε ένα φυσικό ή κυριολεκτικό φράγμα που περιορίζει ή μπλοκάρει την κίνηση ή την αλληλεπίδραση αντικειμένων ή σωματιδίων με βάση την ενέργειά τους. Χρησιμοποιείται ευρέως στη φυσική, τη χημεία και την ηλεκτρονική για να περιγράψει το φραγμό που πρέπει να υπερπηδήσει ένα σωματίδιο για να περάσει από μια περιοχή χαμηλής ενέργειας σε μια περιοχή υψηλής ενέργειας.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε τεχνικά κείμενα ή διαλέξεις που σχετίζονται με τη φυσική και την ηλεκτρονική.
Η φράση "potential barrier" χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, κυρίως σε γραπτές μορφές όπως άρθρα, αναφορές και βιβλία. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο εκτός από επιστημονικές συζητήσεις.
Το ηλεκτρόνιο πρέπει να ξεπεράσει τον δυναμικό φραγμό για να διαφύγει από το άτομο.
In semiconductor physics, the concept of a potential barrier is crucial for understanding junctions between materials.
Στην φυσική των ημιαγωγών, η έννοια του δυναμικού φραγμού είναι κρίσιμη για την κατανόηση των συνόρων μεταξύ υλικών.
The potential barrier between the two phases of matter can affect their stability.
Ενώ η φράση "potential barrier" δεν είναι συχνά μέλος ιδιωματικών εκφράσεων, σχετίζεται με έννοιες που αναφέρονται σε φράγματα ή περιορισμούς:
Η υπέρβαση του δυναμικού φραγμού της καινοτομίας απαιτεί χρόνο και επένδυση.
Overcoming the potential barriers to success can lead to groundbreaking results.
Η υπέρβαση των δυναμικών φραγμών για την επιτυχία μπορεί να οδηγήσει σε καινοτόμα αποτελέσματα.
The researchers are studying how to lower the potential barrier for ion transport in batteries.
Η λέξη "potential" προέρχεται από το Λατινικό "potentialis" που σημαίνει "ικανός", και "barrier" προέρχεται από το Γαλλικό "barrière", που σημαίνει "φράγμα".
Συνώνυμα: - Energy barrier - Barrier potential - Resistance barrier
Αντώνυμα: - Accessibility - Openness - Passage