poulard wheat - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

poulard wheat (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Poulard wheat: Noun

Φωνητική μεταγραφή

/puːˈlɑrd wiːt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Το poulard wheat αναφέρεται σε μια ποικιλία σιταριού που είναι γνωστή για την υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και την ικανότητά της να παρασκευάζεται σε προϊόντα αρτοποιίας. Χρησιμοποιείται συνήθως σε παρασκευές ψωμιού και άλλων προϊόντων αρτοποιίας. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κείμενα που αφορούν τη γεωργία, τη διατροφή και τη ζαχαροπλαστική.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Chefs often prefer using poulard wheat for making artisanal bread.
  2. Οι σεφ συχνά προτιμούν να χρησιμοποιούν σιτάρι ποουλάρ για την παρασκευή αρτισanal ψωμιού.

  3. The nutritional benefits of poulard wheat are well-documented.

  4. Τα θρεπτικά οφέλη του σιταριού ποουλάρ είναι καλά τεκμηριωμένα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το poulard wheat δεν είναι ιδιαίτερα συχνό σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με το μαγείρεμα και τη ζαχαροπλαστική. Οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν τη χρήση του σε διαφορετικά συμφραζόμενα:

  1. When baking with poulard wheat, the dough rises beautifully.
  2. Όταν ψήνουμε με σιτάρι ποουλάρ, η ζύμη φουσκώνει όμορφα.

  3. Many bakers swear by the quality of poulard wheat for their pastries.

  4. Πολλοί αρτοποιοί ορκίζονται στην ποιότητα του σιταριού ποουλάρ για τα γλυκά τους.

  5. Using poulard wheat can elevate the flavor of your baked goods.

  6. Η χρήση σιταριού ποουλάρ μπορεί να ανυψώσει τη γεύση των ψημένων αγαθών σας.

Ετυμολογία

Η λέξη "poulard" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "poularde", που αναφέρεται σε ένα είδος κοτόπουλου που έχει εκτραφεί ειδικά για τη σάρκα του, συνδέοντας την έννοια της παχιάς και πλούσιας φύσης. Η λέξη "wheat" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "hwita", που σημαίνει "λευκό", αναφερόμενη στο χρώμα του σιταριού.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024